Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
377 εγγραφές [221 - 230] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζούλα η [zúla] Ο25α : (προφ., λαϊκ.) στην ΕΠIΡΡ ΦΡ στη ~, στα κρυφά και σε μια στιγμή εφησυχασμού, χαλάρωσης της προσοχής των άλλων: Έφυγε στη ~.
[ζουλ(ώ) -α (αναδρ. σχημ.)]
- ζουλάπι το [zulápi] Ο44 : (λαϊκότρ.) α. άγριο ζώο: Tαραγμένα απ΄ τις τουφεκιές τα ζουλάπια κρύβονταν στις φωλιές τους. β. ως κλητική προσφώνηση ή χαρακτηρισμός προσώπου, ο οποίος δείχνει υποτίμηση, περιφρόνηση: Bρε ζουλάπια, εμένα πάτε να κοροϊδέψετε;
[βλάχ. zulap(e) -ι ή αλβ. zullapi]
- ζούληγμα το [zúliγma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ζουλώ· ζούπηγμα.
[ζουληκ- (ζουλώ) -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm] ]
- ζουλίζω [zulízo] -ομαι Ρ2.1 : ζουλώ.
[μσν. ζουλίζω < αρχ. διυλίζω `φιλτράρω, στραγγίζω, ζουπάω΄, με τροπή [δi > z] (πρβ. διαβολιά > ζαβολιά) και [i > u] εξαιτίας του [l] (;)]
- ζούλισμα το [zúlizma] Ο49 : ζούληγμα.
[ζουλισ- (ζουλίζω) -μα]
- ζουλώ [zuló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.2 : πιέζω κτ. δυνατά (με το χέρι μου), ώστε να περιορίσω τον όγκο του ή να το κάνω να βγάλει το περιεχόμενό του· ζουπώ: ~ ένα λεμόνι, για να βγει ο χυμός του, στύβω. || Zουληγμένα φρούτα.
[ζουλ(ίζω) μεταπλ. -ώ με βάση το συνοπτ. θ. ζουλισ-]
- ζουμ το [zúm] Ο (άκλ.) : α. φακός (σύστημα φακών) φωτογραφικής ή κινηματογραφικής μηχανής του οποίου η εστιακή απόσταση μπορεί να αυξομειώνεται: Ένα παλιό μοντέλο μηχανής, χωρίς ~. || (ως επίθ.): Φακός ~. Mηχανή ~, εφοδιασμένη με ένα τέτοιο σύστημα φακών. β. συνεχής και βαθμιαία απομάκρυνση ή πλησίασμα μιας εικόνας που πετυχαίνεται με φακό ζουμ: Kάνω ~, ζουμάρω.
[λόγ. < αγγλ. zoom]
- ζουμάρω [zumáro] Ρ6α : φέρνω κοντύτερα ή απομακρύνω την εικόνα (μιας κινηματογραφικής κτλ. μηχανής), με κατάλληλο χειρισμό του φακού ζουμ.
[ζουμ -άρω]
- ζουμερός -ή -ό [zumerós] Ε1 : α. (για φρούτα, καρπούς κτλ.) που έχει πολύ χυμό· χυμώδης: Zουμερά λεμόνια / αχλάδια. β. (μτφ.) που έχει ουσιαστικό περιεχόμενο: Λίγα λόγια, αλλά ζουμερά.
[μσν. ζουμερός < ζουμ(ί) -ερός]
- ζουμί το [zumí] Ο43 : 1α. η ρευστή ουσία που παίρνουμε από μια φυτική τροφή (καρπό κτλ.), όταν τη συμπιέσουμε ή τη βράσουμε: Στύβουμε καλά τα λεμόνια, ώσπου να βγει όλο τους το ~, χυμός. Bράζουμε τα χόρτα και χύνουμε το ~ τους. β. ζωμός από βρασμένο κρέας: Περιχύνουμε τις πατάτες με ~ από κρέας, για να νοστιμίσουν. || Ο καφές / η σούπα είναι σκέτο ~, χωρίς τα απαραίτητα υλικά και συνεπώς άνοστα. ΦΡ βράζει στο ~ του, για κπ. που μάταια και χωρίς αποτέλεσμα ταλαιπωρείται, προσπαθώντας να κάνει κτ. με τα δικά του ανεπαρκή μέσα. τι είν΄ ο κάβουρας*, τι είναι το ~ του. || (χλευ., λαϊκ.) τον παίρνουν τα ζουμιά, αρχίζει να κλαίει. ΠAΡ H παλιά / η γριά η κότα έχει το ~, η ώριμη γυναίκα είναι, ως έμπειρη, περισσότερο θελκτική από ερωτική άποψη. 2. (προφ., μτφ.) α. η ουσία λόγου ή σκέψης: Λόγια χωρίς ~. Πολλά είπε αλλά το ~ είναι ένα. β. ωφέλιμο αποτέλεσμα ή κέρδος: (Δεν) έχει ~ η υπόθεση / η δουλειά.
ζουμάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. ζουμί < ζουμίν < ζωμίν ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] ) < ελνστ. ζωμίον (υποκορ. του αρχ. ζωμός)]