Dictionary of Standard Modern Greek
| 377 items total [181 - 190] | << First < Previous Next > Last >> |
- ζητωκραυγάζω [zitokravγázo] Ρ2.1α : φωνάζω δυνατά για να εκδηλώσω επιδοκιμασία, ενθουσιασμό κτλ.: Tο πλήθος ζητωκραύγαζε στις κερκίδες. Οι διαδηλωτές διέσχιζαν τους δρόμους ζητωκραυγάζοντας. Πλήθος κόσμου ζητωκραύγαζε τους ελευθερωτές.
[λόγ. ζητωκραυγ(ή) -άζω κατά το σχ.: κραυγή - κραυγάζω]
- ζητωκραυγή η [zitokravjí] Ο29 (συνήθ. πληθ.) : ζωηρή εκδήλωση ενθουσιασμού με φωνές επιδοκιμασίας, θαυμασμού κτλ.: Tο πλήθος ξέσπασε σε ζητωκραυγές.
[λόγ. ζήτω + κραυγή, σφαλερή δημιουργία κατά το κατακραυγή]
- ζιβάγκο το [ziváŋgo] Ο (άκλ.) : είδος γυριστού γιακά που περιβάλλει το λαιμό: H μόδα του ~ πέρασε. || (ως επίθ.) για ένδυμα με τέτοιο γιακά: Γιακάς ~. Mπλούζα ~.
[αγγλ. Zhivago (τίτλος κινηματογραφικού έργου, όπου ο ήρωας φορούσε τέτοιο πουλόβερ) < ρωσ. επών. Zhivago (ήρωας ομώνυμου μυθιστορήματος του Πάστερνακ)]
- ζιγκολό ο [zigoló] Ο (άκλ.) : άντρας που συνάπτει έναντι αμοιβής ερωτικές σχέσεις με γυναίκες συνήθ. μεγαλύτερές του σε ηλικία.
[λόγ. < γαλλ. gigolo]
- ζιγκουράτ το [zigurát] Ο (άκλ.) : (αρχαιολ.) ονομασία λατρευτικών οικοδομημάτων της αρχαίας Mεσοποταμίας σε σχήμα βαθμιδωτής πυραμίδας, με ιερό στην κορυφή.
[λόγ. < γαλλ. ziggurat]
- ζιζάνιο το [zizánio] Ο40 : 1. γενική ονομασία για αυτοφυή και άχρηστα χόρτα που φυτρώνουν ανάμεσα σε άλλα καλλιεργούμενα φυτά (ιδ. σιτηρά) και εμποδίζουν την ανάπτυξή τους: Kαθαρίζω το χωράφι από τα ζιζάνια. ΦΡ σπέρνω / βάζω ζιζάνια (σε κάποιους), δημιουργώ αφορμή για αντιζηλία, φιλονικία, διχόνια κτλ.: Δε θέλω να σπείρω ζιζάνια ανάμεσά σας, νομίζω όμως ότι δεν είναι ειλικρινής μαζί σου. 2. ως χαρακτηρισμός μικρού παιδιού, που μας παρενοχλεί με την άτακτη και ζωηρή συμπεριφορά του· διαβολόπαιδο, σκανδαλιάρικο παιδί.
[λόγ. < ελνστ. ζιζάνιον]
- ζιζανιοκτόνο το [zizanioktóno] Ο39 : γεωργικό φάρμακο που καταστρέφει τα ζιζάνια.
[λόγ. ζιζάνι(ον) -ο- + -κτόνον, ουδ. του -κτόνος]
- ζικ ζακ [zík zák] & ζιγκ ζαγκ [zíg zág] επίρρ. τροπ. : α. με συνεχείς γωνιώδεις ελιγμούς, έτσι ώστε να σχηματίζεται μια σειρά από εναλλασσόμενες εισέχουσες και εξέχουσες γωνίες: Ο δρόμος πάει ~ ως την κορυφή του βουνού, ζικζακωτά. β. (ως ουσ.) το ζικ ζακ: Ο δρόμος ανέβαινε με ατέλειωτα ~ ως την κορυφή του βουνού.
[λόγ. < παλαιότ. γαλλ. ziczac ή γερμ. zick zack (ορθογρ. δαν.) ή μέσω του τουρκ. zikzak· λόγ. < γαλλ. zigzag]
- ζικζακωτός -ή -ό [zikzakotós] & ζιγκζαγκωτός -ή -ό [zigzagotós] Ε1 : που έχει ζικ ζακ: ~ δρόμος.
ζικζακωτά & ζιγκζαγκωτά ΕΠIΡΡ με ζικ ζακ: Tο μονοπάτι κατέβαινε ~ στο βάθος του γκρεμού. [λόγ. ζικ ζακ, ζιγκ ζαγκ -ωτός]
- ζιλέ το [zilé] Ο (άκλ.) & (σπανιότ.) ζιλές ο [zilés] Ο13 : ελαφρύ πλεχτό ένδυμα συνήθ. χωρίς μανίκια, για το επάνω μέρος του σώματος· είδος γιλέκου.
ζιλεδάκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < γαλλ. gilet < ισπαν. gileco < αραβ. jaleko (δες και γιλέκο)· ζιλέ -ς για προσαρμ. στο μορφολ. σύστημα της δημοτ.]



