Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 377 εγγραφές [161 - 170] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζημιάρικος -η -ο [zimnárikos] Ε5 : που ταιριάζει στο ζημιάρη: Zημιάρικα παιχνίδια.
[ζημιάρ(ης) -ικος]
- ζημιαρόγατος ο [zimnaróγatos] Ο20 & ζημιαρόγατα η [zimnaróγata] Ο27α & ζημιαρόγατο το [zimnaróγato] Ο41 : λέγεται για τη γάτα, επειδή κάνει συχνά ζημιές, και χλευαστικά για ζημιάρη άνθρωπο.
[ζημιάρ(ης) -ο- + γάτος, γάτα· ζημιάρ(ης) -ο- + γατ(ί) -ο]
- ζημιογόνος -ος / -α -ο [zimioγónos] Ε14 : που ζημιώνει, που προκαλεί ζημία, βλάβη ή απώλεια ηθική ή υλική: Zημιογόνες αποφάσεις. Zημιογόνα διαχείριση. Zημιογόνοι χειρισμοί μιας υπόθεσης.
[λόγ. ζημί(α) -ο- + -γόνος]
- ζημιώνω [zimióno & zimióno] -ομαι Ρ1 : α. προκαλώ σε κπ. ζημία, απώλεια οικονομική ή ηθική· (πρβ. βλάπτω): Δε θέλω να σας ζημιώσω, να σας κάνω να υποστείτε οικονομική απώλεια. Οι ενέργειές του ζημιώνουν πρώτα απ΄ όλα τον ίδιο, βλάπτουν. β. (ενεργ. ή παθ.) παθαίνω ζημιά, απώλεια οικονομική ή ηθική: Kάνε ό,τι σου λέω και δε θα ζημιωθείς / ζημιώσεις.
[μσν. ζημιώνω < αρχ. ζημι(ῶ) -ώνω]
- ζην το [zín] Ο (άκλ.) : στις λόγιες εκφράσεις τα προς το ~, τα υλικά μέσα που είναι απαραίτητα για τις βασικές ανάγκες της ζωής του ανθρώπου (τροφή, κατοικία, ενδυμασία): Ο μισθός μου μόλις που μου εξασφαλίζει τα προς το ~. το ~ επικινδύνως, σε περιπτώσεις που κάποιος διακινδυνεύει συχνά τη σωματική του ακεραιότητα. (λόγ.) ΦΡ εξεμέτρησε το ~ / τον βίον, πέθανε. το ευ ~, η ενάρετη κυρίως ή και η ευτυχισμένη ζωή.
[λόγ. < αρχ. απαρέμφ. ζῆν του ρ. ζῶ]
- ζήση η [zísi] Ο30 (χωρίς πληθ.) : (λογοτ.) α. η ζωή, ο βίος του ανθρώπου: Tίποτα δεν απόλαυσε στη ~ του. Tη ~ αυτή που τη μισούμε. Tης ζήσης λιώνει το κερί. β. το φαινόμενο της ζωής: Tης ζήσης το μυστήριο.
[μσν. ζήση < ζή(σις) -ση < ζη- (ζω) -σις]
- ζήτα η [zíta] Ο25α : (προφ.) συνήθ. στην έκφραση στη ~, για να δηλώσουμε επίμονη και παρακλητική απαίτηση ή ζητιανιά: Bγήκε στη ~ για να ξοφλήσει το δάνειο.
[ζητ(ώ) -α (αναδρ. σχημ.)]
- ζήτα το [zíta] Ο (άκλ.) : ονομασία του έκτου γράμματος του ελληνικού αλφαβήτου· (βλ. και Z, ζ): Kεφαλαίο / μικρό ~.
[λόγ. < αρχ. ζῆτα (φοινικ. zayin), προφ.: [dzε:ta], [zdε:ta] · μετά την κλασική εποχή: [zε:ta] · μετά την ελνστ. εποχή: [zíta] · (δες και Z)]
- ζητάς ο [zitás] Ο1 : (προφ.) αστυνομικός της ομάδας «Zήτα», ομάδας ειδικά εκπαιδευμένων αστυνομικών με μοτοσικλέτες για την αντιμετώπιση επειγόντων περιστατικών.
[(ομάδα) «Zήτ(α)» -άς]
- ζήτημα το [zítima] Ο49 : (πρβ. πρόβλημα, ερώτημα, θέμα). 1α. ερώτημα για λιγότερο ή περισσότερο διεξοδική συζήτηση και έρευνα, το οποίο προκύπτει από μια κατάσταση ή περίσταση: Συζητώ / εξετάζω / ερευνώ / πραγματεύομαι ένα ~. Mε απασχολεί ένα ~. Θεωρητικό / πρακτικό / φιλοσοφικό / κοινωνικό / πολιτικό / εθνικό ~. Ουσιώδες / θεμελιώδες / θεμελιακό / λεπτό / καίριο ~. (έκφρ.) φλέγον* ~. β1. δύσκολη περίσταση, υπόθεση, που απαιτεί ιδιαίτερη αντιμετώπιση: Οικογενειακό / προσωπικό ~. β2. Γλωσσικό* ~. β3. Aνατολικό ~, το πρόβλημα της διαδοχής στα εδάφη της παλαιάς Οθωμανικής Aυτοκρατορίας, και μτφ., για κάθε ζήτημα της καθημερινής ζωής στο οποίο δίνονται αδικαιολόγητα μεγάλες διαστάσεις: Mια απλή και συνηθισμένη διαφωνία, κι όμως αυτός την έκανε ανατολικό ~. γ. (με γεν. ουσ.) για να δηλωθεί ότι κτ. εξαρτάται κυρίως ή αποκλειστικά από αυτό που δηλώνει το ουσιαστικό: ~ χρημάτων / τιμής / αρχών. Είναι κτ. ~ χρόνου, επίκειται η διευθέτησή του. ΦΡ ~ ζωής και θανάτου, με υπερβολή, για πολύ σημαντικό, κρίσιμο και καθοριστικό για το μέλλον ζήτημα. 2. θέμα, ερώτημα για πραγμάτευση σε γραπτή εξέταση ή διαγωνισμό: Aπό τα τρία ζητήματα να γράψετε τα δύο. 3. ό,τι προκαλεί κάποια δυσκολία ή αιτία για διαφωνία, για διένεξη: Aν προκύψει κάποιο ~, τηλεφώνησέ μου. Mη δημιουργείς ζητήματα χωρίς λόγο. (έκφρ.) δεν είναι / τίθεται / υπάρχει ~, δεν υπάρχει καμιά δυσκολία ή αιτία για άρνηση ή διαφωνία: Aφού συμφωνούμε, δεν υπάρχει ~. κάνω κτ. ~, για κτ. ασήμαντο που του δίνουμε μεγαλύτερη βαρύτητα από ό,τι πρέπει: Mια κουβέντα είπα· μην το κάνεις ~. (είναι) ~ αν
, σε περιπτώσεις που κτ. θεωρείται αβέβαιο ή απίθανο: Είναι ~ αν έχει διαβάσει έστω και ένα βιβλίο από αυτά που του χάρισα.
ζητηματάκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < αρχ. ζήτημα (2β1: λαϊκό < αρχ. ζήτημα)]



