Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ζ*
377 εγγραφές [131 - 140]
ζεύγλη η [zévγli] Ο30 & ζεύγλα η [zévγla] & ζεύλα η [zévla] Ο25 : το καμπύλο τμήμα του ζυγού των ζώων.

[λόγ. < αρχ. ζεύγλη, ζεύγλα· μσν. ζεύλα < αρχ. ζεύγλα, με αποβ. του [γ] για απλοπ. του συμφ. συμπλ.]

ζεύγμα το [zévγma] Ο48 : 1. (λόγ.) για κατασκευή (συνήθ. πρόχειρη) που συνδέει δύο ακτές· ζεύξη: ~ ποταμού, πλωτή ή άλλη γέφυρα. 2. σχήμα λόγου κατά το οποίο δύο ομοειδείς συντακτικοί όροι (προσδιορισμοί ή αντικείμενα) αποδίδονται σε ένα ρήμα, ενώ λογικά ο ένας από αυτούς θα ταίριαζε σε άλλο ρήμα, π.χ. «Φάγαμε ωραίους μεζέδες και μπίρα» αντί «Φάγαμε ωραίους μεζέδες και ήπιαμε μπίρα». 3. (στην αρχ. ελλην. μετρ.) το σημείο του στίχου όπου απαγορεύεται ή αποφεύγεται να τελειώνει λέξη.

[λόγ. < αρχ. ζεῦγμα]

ζευγολατειό το [zevγolatxó] Ο38 : 1. (λαϊκότρ.) καλλιεργημένο ή καλλιεργήσιμο χωράφι. 2. αγρόκτημα, υποστατικό. 3. (λαϊκότρ.) ζώα ζεμένα στο ζυγό.

[μσν. ζευγηλατείον (με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. και κατά την εξέλ. ζευγηλάτης > ζευγολάτης) < ζευγηλάτ(ης) -είον]

ζευγολάτης ο [zevγolátis] Ο10 : γεωργός που οργώνει με άροτρο· ζευγάς.

[αρχ. ζευγηλάτης, με εισαγωγή του συνδετικού φων. -ο-]

ζεύγος το [zévγos] Ο46 : 1. δύο όμοια ή ταιριαστά· (πρβ. ζευγάρι): α. (λόγ.) για δύο όμοια ή συμμετρικά πράγματα που χρησιμοποιούνται μαζί: Ένα ~ υποδημάτων. || ~ γυαλιών. β. συνδυασμός δύο συσκευών, μηχανημάτων κτλ. που επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία: Hλεκτροπαραγωγό* ~. γ. για δύο πρόσωπα, άντρα και γυναίκα: Συζυγικό ~. ~ ερωτευμένων. ~ χορευτών. Kαλλιτεχνικό ~. 2. (γλωσσ.) για δύο λέξεις θεωρούμενες από την άποψη κάποιας ομοιότητας ή αντιστοιχίας: Σημασιολογικά ζεύγη. Aντιθετικά ζεύγη ή ζεύγη αντιθέτων, π.χ. «μικρό - μεγάλο». Ελάχιστα ζεύγη, λέξεις που αποτελούνται από τον ίδιο αριθμό φωνημάτων και διαφέρουν κατά ένα, π.χ. «χολή - χοροί».

[λόγ. < αρχ. ζεῦγος]

ζεύξη η [zéfksi] Ο31 : α. η σύνδεση δύο ακτών (με γέφυρα): H ~ ενός ποταμού. Tο έργο της ζεύξης του στενού Ρίου-Aντιρρίου. β. (τεχνολ.) σύνδεση δύο οχημάτων, κινητήριων οργάνων ή εξαρτημάτων κτλ. με σκοπό τη λειτουργία τους κάτω από τις ίδιες συνθήκες.

[λόγ.: α: αρχ. ζεύξις (-σις > -ση)· β: σημδ. αγγλ. coupling]

ζεύω [zévo] -ομαι Ρ5.2 : α. προσαρμόζω σε ένα ζώο τα κατάλληλα εξαρτήματα, για να μπορέσει να σύρει αλέτρι ή άμαξα: ~ τα βόδια, τους βάζω ζυγό. ~ τα άλογα στην άμαξα. || (σπάν.) σελώνω. β. (προφ., μτφ.) εξαναγκάζω, υποχρεώνω κπ. να κάνει κτ. βαρύ και επίπονο: Tον έζεψε στη δουλειά.

[μσν. ζεύω < ζεύγω (με εξομάλ. κατά τα άλλα ρ. σε -εύω) < αρχ. ρ. ζεύγ(νυμι), ζευγ(νύω) μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. ζευξ-]

ζέφυρος ο [zéfiros] Ο20 : δυτικός άνεμος· πουνέντες.

[λόγ. < αρχ. ζέφυρος]

ζέχνω [zéxno] Ρ3α : (προφ.) μυρίζω άσχημα· βρομώ: Zέχνει ολόκληρος από τη βρόμα και την απλυσιά. (έκφρ.) βρομάει* και ζέχνει.

[< ζέ(νω) μεταπλ. -χνω με βάση το συνοπτ. θ. ζεξ- κατά το σχ.: δειξ- (έδειξα) - δείχνω]

ζέψιμο το [zépsimo] Ο50 : η ενέργεια του ζεύω.

[ζεψ- (ζεύω) -ιμο]

< Προηγούμενο   1... 12 13 [14] 15 16 ...38   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες