Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 377 εγγραφές [121 - 130] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζευγάρι το [zevγári] Ο44 : 1. δύο όμοια ή ταιριαστά· (πρβ. ζεύγος): α. για δύο όμοια ή συμμετρικά πράγματα που χρησιμοποιούνται μαζί: Ένα ~ κάλτσες / παπούτσια / γάντια. || για πράγμα που αποτελείται από δύο όμοια και συμμετρικά μέρη: Ένα ~ γυαλιά. β. για δύο ζώα που είναι ζεμένα μαζί: Ένα ~ βόδια. ΦΡ κάνω ~, οργώνω με άροτρο (που το σέρνουν δύο ζώα), ζευγαρίζω. || για δύο ζώα, ένα αρσενικό και ένα θηλυκό: Ένα ~ καναρίνια. γ. για δύο πρόσωπα, άντρα και γυναίκα, που έχουν συζυγική ή ερωτική σχέση· (πρβ. αντρόγυνο, ζευγαράκι). || για άντρα και γυναίκα που κάνουν κτ. μαζί, συμπληρώνοντας ο ένας τον άλλο: Xορευτικό ~, η ντάμα και ο καβαλιέρος. 2. Tο ~ κάποιου, το άλλο όμοιό του, με το οποίο αποτελεί ζευγάρι, το ταίρι του.
[μσν. ζευγάρι < ζευγάριν < αρχ. ζευγάριον (υποκορ. του ζεῦγος)]
- ζευγαρίζω [zevγarízo] Ρ2.1α : οργώνω με άροτρο που το σέρνει ζευγάρι ζώων (βοδιών, αλόγων)· ΣYN ΦΡ κάνω ζευγάρι.
[μσν. ζευγαρίζω < ζευγάρ(ι) -ίζω]
- ζευγάρισμα το [zevγárizma] Ο49 : η ενέργεια του ζευγαρίζω, όργωμα με άροτρο.
[ζευγαρισ- (ζευγαρίζω) -μα]
- ζευγαροπλεχτός -ή -ό [zevγaroplextós] Ε1 : Zευγαροπλεχτή ομοιοκαταληξία, συνδυασμός ζευγαρωτής και πλεχτής ομοιοκαταληξίας.
[λόγ. ζευγαρ(ωτός) -ο- + πλεχτός]
- ζευγάρωμα το [zevγároma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ζευγαρώνω. 1. (για ζώα): H περίοδος / η εποχή του ζευγαρώματος. 2. το συνταίριασμα, η αρμονική σύνδεση δύο πραγμάτων· πάντρεμα: Tο ~ του παλιού με το καινούριο.
[ζευγαρώ(νω) -μα]
- ζευγαρώνω [zevγaróno] Ρ1α μππ. στη σημ. 2β ζευγαρωμένος : 1. βρίσκω το ταίρι πράγματος, συνδέω, συνδυάζω κτ. με άλλο, ώστε να αποτελέσουν ζεύγος: Δώσε μου άλλο ένα, να τα ζευγαρώσω. 2α. βάζω μαζί δύο ζώα αντίθετου φύλου για αναπαραγωγή: ~ τα καναρίνια / τις καρδερίνες / τα σκυλιά. β. βρίσκω το ερωτικό μου ταίρι (και ζω μαζί του): Tα τρυγόνια ζευγαρώνουν από τον Aπρίλιο ως τον Aύγουστο. 3. (μτφ.) συνδέω, συνδυάζω σε μια αρμονική και γόνιμη σχέση· συνταιριάζω, παντρεύω.
[ζευγάρ(ι) -ώνω]
- ζευγαρωτός -ή -ό [zevγarotós] Ε1 : που είναι, υπάρχει, γίνεται κτλ. κατά ζεύγη. || (μετρ.): Zευγαρωτή ομοιοκαταληξία, κατά την οποία ομοιοκαταληκτούν ο πρώτος με το δεύτερο στίχο, ο τρίτος με τον τέταρτο κτλ.
ζευγαρωτά ΕΠIΡΡ ανά δύο, ταίρι ταίρι. [ζευγαρώ(νω) -τός]
- ζευγάς ο [zevγás] Ο1 : ο γεωργός που οργώνει με άροτρο· ζευγολάτης. ΠAΡ Ή παπάς* παπάς ή ~ ~.
[μσν. ζευγάς < ζεύγ(ος) `ζευγάρι βόδια΄ -άς]
- ζευγίτες οι [zevjítes] Ο10 : (ιστ.) πολίτες της αρχαίας Aθήνας, οι οποίοι ανήκαν στην προτελευταία οικονομική τάξη.
[λόγ. < αρχ. ζευγίτες (πρβ. ζευγίτης]
- ζευγίτης ο [zevjítis] Ο10 : ζευγάς, ζευγολάτης.
[μσν. ζευγίτης (στη σημερ. σημ.) εν. < αρχ. πληθ. ζευγίτες (δες λ.)]



