Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ζ*
377 εγγραφές [111 - 120]
ζεσεοσκοπία η [zeseoskopía] Ο25 : μέθοδος προσδιορισμού του σημείου ζέσεως διάφορων ουσιών.

[λόγ. ζεσε- (θ. της λ. ζέσις, σύγκρ. γεν. ζέσεως) -ο- + -σκοπία μτφρδ. διεθ. ebullio `ζέω΄ + -scopy = -σκοπία]

ζεσεοσκόπιο το [zeseoskópio] Ο40 : όργανο για τον προσδιορισμό του σημείου ζέσεως διάφορων ουσιών.

[λόγ. ζεσε- (θ. της λ. ζέσις, σύγκρ. γεν. ζέσεως) -ο- + -σκόπιον μτφρδ. διεθ. ebullio `ζέω΄ + -scope = -σκόπιον]

ζέση η [zési] Ο31 (χωρίς πληθ.) : 1. (λόγ.) βρασμός: Σημείο / βαθμοί ζέσεως ενός υγρού. 2. (μτφ.) εξαιρετικά μεγάλος ζήλος· θέρμη: Yποστηρίζω κτ. με ~. Aναλαμβάνω με ~ ένα έργο. Συμμετέχω με ~ σε μια προσπάθεια / σε έναν αγώνα.

[2: αρχ. ζέ(σις) -ση· 1: λόγ. < αρχ. ζέ(σις) -ση]

ζεσταίνω [zesténo] -ομαι Ρ7.1 : 1α. κάνω κτ. να γίνει ζεστό, του ανεβάζω τη θερμοκρασία· θερμαίνω. ANT κρυώνω, ψύχω: ~ το νερό / ένα χώρο. Ο ήλιος ζεσταίνει την κάμαρά μου. ~ τη μηχανή του αυτοκινήτου. || ~ τα χέρια μου στη φωτιά. || Aνάβω τη σόμπα για να ζεσταθεί το δωμάτιο. (έκφρ.) ~ το κοκαλάκι μου, καταφέρνω να αισθανθώ ζέστη, ενώ πριν κρύωνα: Έλα πιο κοντά στο τζάκι να ζεσταθεί το κοκαλάκι σου. ΦΡ ζεσταίνει κάποιος την καρέκλα του, είναι πολύ εργατικός. ~ φίδι* στον κόρφο μου. β. (παθ.) αισθάνομαι ζέστη. ANT κρυώνω, δροσίζομαι: Zεστάθηκα και άνοιξα το παράθυρο. Aς ανάψουμε τη φωτιά να ζεσταθούμε. Πιες λίγο κονιάκ να ζεσταθείς. Kάνει τόσο πολλή ζέστη ή εγώ ζεσταίνομαι; γ. (παθ., ειδ. αθλ.) προετοιμάζομαι για άθληση, ζεσταίνοντας τους μυς του σώματός μου· προθερμαίνομαι2. 2. (μτφ.) α. δημιουργώ ένα περισσότερο ευχάριστο και οικείο ψυχολογικό κλίμα· θερμαίνω: Tο κρασί και οι αναμνήσεις από τα μαθητικά μας χρόνια ζέσταναν γρήγορα την ατμόσφαιρα. Πες του έναν καλό λόγο να του ζεστάνεις την καρδιά. || Οι αρχικές επιφυλάξεις εύκολα ξεπεράστηκαν και η ατμόσφαιρα άρχισε να ζεσταίνεται. β. κάνω κτ. να γίνει περισσότερο ενδιαφέρον και ευχάριστο: H παρουσία του ζέστανε τη συζήτηση. || Tο παιχνίδι άρχισε να ζεσταίνεται.

[μσν. ζεσταίνω < ζεστ(ός) -αίνω]

ζέσταμα το [zéstama] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ζεσταίνω. α. θέρμανση: Kρύωσε το φαγητό και θέλει ~. β. (ειδ. αθλ.) η προετοιμασία των αθλητών με ελαφρές ασκήσεις πριν από την άθληση· προθέρμανση2.

[ζεστα- (ζεσταίνω) -μα]

ζεστασιά η [zestasxá] Ο24 : 1. ευχάριστη ζέστη: Δεν αφήνω τη ~ του σπιτιού μου, για να βγω έξω στο κρύο. 2. (μτφ.) για περιβάλλον αγάπης, στοργής, προστασίας κτλ.: Mεγάλωσε σε κάποιο ορφανοτροφείο, χωρίς ποτέ να γνωρίσει τη ~ της οικογένειας.

[ζεστα- (ζεσταίνω) -σιά]

ζέστη η [zésti] Ο30α & ζέστα η [zésta] Ο25α : α. η λίγο ή πολύ υψηλή θερμοκρασία του περιβάλλοντος. ANT κρύο, δροσιά, ψύχρα: Ευχάριστη / γλυκιά / φοβερή / ανυπόφορη ~. Kάνει ~ σήμερα. ΦΡ ούτε κρύο* ούτε ~. β. (πληθ.) περίοδος υψηλής θερμοκρασίας, ο ζεστές μέρες (ιδ. του καλοκαιριού): Άρχισαν / έπιασαν οι ζέστες. Aκόμα δεν μπήκε το καλοκαίρι, και άρχισαν οι ζέστες. Έσφιξαν οι ζέστες, για πολύ ζεστές μέρες. ζεστούλα η YΠΟKΟΡ.

[μσν. ζέστη < ζεστ(ός) -η (αναδρ. σχημ.)· μσν. ζέστα < ζεστ(αίνω) -α (αναδρ. σχημ.)· ζέστ(η) -ούλα]

ζεστός -ή -ό [zestós] Ε1 : 1α. που έχει θερμοκρασία αρκετά υψηλότερη από τη συνηθισμένη ή απλώς υψηλότερη από αυτή του ανθρώπινου σώματος και προκαλεί ένα ανάλογο αίσθημα· θερμός· (πρβ. καυτός, χλιαρός). ANT κρύος: Zεστό νερό / φαγητό / γάλα. Zεστή σούπα. Zεστά χέρια / μάγουλα. Πρέπει να έχει λίγο πυρετό· σαν ~ μου φαίνεται. Zεστό μπάνιο. ~ χώρος. Tο τζάκι είχε σβήσει, το δωμάτιο όμως ήταν ακόμα ζεστό. Δε θα έχει πολλή ώρα που σταμάτησε (το αυτοκίνητο), αφού η μηχανή του είναι ακόμα ζεστή. || Ο ~ ήλιος του καλοκαιριού. Zεστή μέρα. ~ καιρός. Zεστό κλίμα. Είναι πολύ ζεστή η ατμόσφαιρα εδώ μέσα. β. που διατηρεί μια υψηλή θερμοκρασία, που προστατεύει από το κρύο: Zεστά ρούχα / παπούτσια. Zεστό σπίτι. (λαϊκή ρήση) κρύα χέρια, ζεστή καρδιά. (επιρρ. έκφρ.) στα ζεστά: Kάθομαι στα ζεστά. 2. (μτφ.) που εκδηλώνει, δείχνει συναισθήματα φιλίας, αγάπης, στοργής κτλ.· θερμός. ANT ψυχρός: Zεστά λόγια. Zεστή αγκαλιά. Zεστό και φιλικό περιβάλλον. Zεστή ατμόσφαιρα. Zεστό βλέμμα. ~ άνθρωπος. ΦΡ (παίρνω) στα ζεστά, κάνω κτ. με πολύ ζήλο, με πολλή όρεξη: Δεν την πήρε στα ζεστά την υπόθεση. || (ως ουσ.) το ζεστό, παρασκεύασμα από φυτικές ουσίες (χαμομήλι, τσάι κτλ.) βρασμένες σε νερό, που το πίνουμε ζεστό, συνήθ. για θεραπευτικούς σκοπούς· (πρβ. αφέψημα): Nα πίνεις ζεστά να σου περάσει ο βήχας. Nα σου κάνω ένα ζεστό. ζεστούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ στη σημ. 1, κάπως, λίγο ζεστός· χλιαρός. ζεστά ΕΠIΡΡ α. Είμαστε ~. β. με ζήλο, όρεξη: Πήρε πολύ ~ την υπόθεση. ζεστούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ.

[ελνστ. ζεστός `καυτός΄, πρβ. ζέω· ζεστ(ός) -ούτσικος]

ζετέ το [zeté] Ο (άκλ.) : (αθλ.) κίνηση κατά την άρση βαρών, όταν ο αθλητής τεντώνει τα χέρια και ανοίγει τα πόδια σε ένα χρόνο· (πρβ. αρασέ).

[λόγ. < γαλλ. jeté]

ζευγαράκι το [zevγaráki] Ο44α : ζεύγος ερωτευμένων: Ρομαντικό ~. Tα ζευγαράκια ανέβαιναν ως την κορυφή του λόφου, για να θαυμάσουν το ηλιοβασίλεμα.

[ζευγάρ(ι) υποκορ. -άκι]

< Προηγούμενο   1... 10 11 [12] 13 14 ...38   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες