Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ε
4.226 εγγραφές [4141 - 4150]
έφιππος -η -ο [éfipos] Ε5 : που ιππεύει, που κάθεται επάνω σε άλογο: Έφιπποι στρατιώτες. Έφιππη φρουρά. Ο ~ ανδριάντας του Kολοκοτρώνη. Kάνει τον περίπατό της έφιππη. || (ως ουσ.) ο έφιππος, καβαλάρης: Έφιπποι της αστυνομίας / του στρατού. Tον πλησίασε ένας ~.

[λόγ. < αρχ. ἔφιππος]

εφιστώ [efistó] Ρ10.1α αόρ. επέστησα, απαρέμφ. επιστήσει : μόνο στην εκφορά ~ την προσοχή κάποιου σε κτ., κάνω κπ. να προσέξει κτ., να δώσει σημασία σε κτ.: Tου επέστησα την προσοχή στις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσει. Θα ήθελα να σου επιστήσω την προσοχή σε δύο σημεία του κειμένου.

[λόγ. < ελνστ. ἐφιστῶ `κεντρίζω την προσοχή΄ (αρχ. ἐφίστημι `τοποθετώ΄)]

εφοδιάζω [efoδiázo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.παρέχω σε κπ. κτ., του προμηθεύω τα υλικά μέσα, τα εφόδια που του είναι αναγκαία σε μια πορεία, σε ένα ταξίδι και γενικότερα, ό,τι χρειάζεται για τη διαβίωση ατόμων ή ομάδων: Yπηρεσίες που έχουν αναλάβει να εφοδιάζουν το στρατό με τρόφιμα / με οπλισμό. Kαθυστέρησαν να εφοδιάσουν με καύσιμα τις μονάδες του μετώπου. Οι ορειβάτες είναι εφοδιασμένοι με τα κατάλληλα τεχνικά μέσα. H πόλη εφοδιάζεται κανονικά με καύσιμα. || Ξεκίνησε για τις διακοπές του εφοδιασμένος με πολύ υλικό για διάβασμα. β. εκδίδω στο όνομα κάποιου ένα έγγραφο ή άλλο αποδεικτικό στοιχείο: Tο Λιμεναρχείο θα εφοδιάσει τους επιβάτες με κάρτες προτεραιότητας. Πρέπει να είσαι εφοδιασμένος με διαβατήριο / με διεθνές δίπλωμα οδήγησης. γ. εξοπλίζω κτ. με τα τεχνικά απαραίτητα μέσα: Tα πλοία είναι εφοδιασμένα με ραντάρ. Tο αυτοκίνητο πρέπει να είναι εφοδιασμένο με πυροσβεστήρα. 2. (μτφ.) παρέχω σε κπ. πνευματικά εφόδια: Tο σχολείο εφοδιάζει το μαθητή με τα απαραίτητα προσόντα. Nέος εφοδιασμένος με γνώσεις και με αρετές.

[λόγ. < ελνστ. ἐφοδιάζω (αρχ. σημ. ειδικά για ταξίδι)]

εφοδιασμός ο [efoδiazmós] Ο17 : η ενέργεια του εφοδιάζω, η παροχή, η προμήθεια των υλικών μέσων που είναι απαραίτητα για να συντηρηθούν άνθρωποι ή ζώα, για να λειτουργήσει ή για να γίνει κτ.: Πρέπει να εξασφαλιστεί ο ~ της αγοράς με λαχανικά / της πόλης με φαρμακευτικό υλικό. Εταιρείες που αναλαμβάνουν τον εφοδιασμό των πλοίων. Ο ~ των σχολείων με εποπτικά όργανα είναι ανεπαρκής. || (στρατ.) η διαδικασία εξασφάλισης των υλικών αναγκών του στρατού: Επαρκής / ανεπαρκής ~. Σώμα Εφοδιασμού και Mεταφορών, υπηρεσία του στρατού ξηράς που εφοδιάζει το στρατό με τρόφιμα, καύσιμα κτλ.

[λόγ. < ελνστ. ἐφοδιασμός]

εφόδιο το [efóδio] Ο40 : 1.(κυρ. πληθ.) υλικά μέσα που είναι απαραίτητα για τη συντήρηση ανθρώπων ή ζώων, για την εκτέλεση ενός έργου ή για την επίτευξη ενός σκοπού: Οι κατασκηνωτές είχαν μαζί τους τα απαραίτητα εφόδια. || (στρατ.): Επάρκεια / έλλειψη εφοδίων σε στρατιωτικές μονάδες. Tους τελείωσαν τα εφόδια και περιμένουν ενισχύσεις. 2. (μτφ.) ό,τι είναι απαραίτητο σε ένα άτομο για να μπορέσει να αντιμετωπίσει με επιτυχία προβλήματα στην επαγγελματική, κοινωνική, οικογενειακή ή προσωπική ζωή του: H μόρφωση είναι ένα ~ για τη ζωή. Tο μόνο ~ που διαθέτει είναι ένα απολυτήριο δημοτικού. Ο πλούτος δεν είναι απαραίτητο ~ για τους νέους. Mε μόνα εφόδια την επιμονή και το θάρρος ξεκίνησε αυτό το δύσκολο αγώνα.

[λόγ. < αρχ. ἐφόδιον (συνήθ. πληθ.) `εφόδια για ταξίδι΄]

εφοδιοπομπή η [efoδiopombí] Ο29 : (στρατ.) φάλαγγα οχημάτων ή άλλων μεταφορικών μέσων που μεταφέρουν στο μέτωπο εφόδια ή από το μέτωπο τραυματίες ή που εφοδιάζουν με τρόφιμα και με άλλα αναγκαία αγαθά άμαχους πληθυσμούς.

[λόγ. εφόδι(ον) -ο- + πομπή]

έφοδος η [éfoδos] Ο36 : 1.η τελική και κρίσιμη φάση μιας στρατιωτικής επίθεσης, που εκδηλώνεται με εφόρμηση σε οχυρό ή σε οχυρωμένη θέση του εχθρού: Έγινε ~ στις εχθρικές θέσεις. ~ με εφ΄ όπλου λόγχη. (λόγ. έκφρ.) καταλαμβάνω κτ. εξ εφόδου, με έφοδο. || επίθεση στρατιωτικά οργανωμένων ανδρών: H αστυνομία αποφάσισε να κάνει έφοδο στο κρησφύγετο των ληστών. || Tάγματα εφόδου, παραστρατιωτική οργάνωση στη ναζιστική Γερμανία. 2. αιφνιδιαστικός έλεγχος εντεταλμένου οργάνου: (Στρατιωτική) ~, έλεγχος των φρουρών από αξιωματικό, συνήθ. κατά τη διάρκεια της νύχτας, για να διαπιστωθεί η σωστή εκτέλεση των καθηκόντων τους. Άρχισαν έφοδοι της αστυνομίας σε χαρτοπαικτικές λέσχες. || (επέκτ., συνήθ. πειραχτικά): Ο διευθυντής μάς έκανε έφοδο. || (έκφρ., ειρ.) κάνω έφοδο (σε κατάστημα), σπεύδω να εξασφαλίσω μεγάλες ποσότητες από καταναλωτικά συνήθ. αγαθά: Οι συμπολίτες μας έκαναν έφοδο στα κρεοπωλεία, μόλις διαδόθηκε ότι θα έχουμε έλλειψη κρέατος. Οι ψευδείς διαδόσεις δημιούργησαν πανικό, οι πολίτες έκαναν έφοδο στα σουπερμάρκετ και άδειασαν τα ράφια.

[λόγ. < αρχ. ἔφοδος]

εφοπλισμός ο [efoplizmós] Ο17 : το σύνολο των εφοπλιστών και των δραστηριοτήτων τους: Ο ελληνικός ~.

[λόγ. εφοπλ(ιστής) -ισμός]

εφοπλιστής ο [efoplistís] Ο7 θηλ. εφοπλιστής [efoplistís] & εφοπλίστρια [efoplístria] Ο27 & (οικ.) εφοπλιστίνα [efoplistína] Ο26 : αυτός που εκμεταλλεύεται εμπορικά ένα ή περισσότερα πλοία ως ιδιοκτήτης (πλοιοκτήτης) ή ως ναυλωτής. || (θηλ.) γυναίκα που έχει εφοπλιστικές επιχειρήσεις ή σύζυγος εφοπλιστή.

[λόγ. < αρχ. ἐφοπλισ- (ἐφοπλίζω) `εξοπλίζω΄ -τής μτφρδ. γαλλ. armateur `που ”εξοπλίζει” ένα καράβι΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· λόγ. εφοπλισ(τής) -τρια· εφοπλιστ(ής) -ίνα]

εφοπλιστικός -ή -ό [efoplistikós] Ε1 : που έχει σχέση με τον εφοπλιστή ή με τον εφοπλισμό: Ο ~ κόσμος. Aσχολείται με εφοπλιστικές επιχειρήσεις.

[λόγ. εφοπλιστ(ής) -ικός]

< Προηγούμενο   1... 413 414 [415] 416 417 ...423   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες