Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ε
4.226 εγγραφές [121 - 130]
εγκατεστημένος -η -ο [eŋgatestiménos] Ε3 μππ. του εγκαθιστώ : 1.για πράγμα, συνήθ. για μηχάνημα, σύστημα μηχανισμών κτλ., που το έχουν τοποθετήσει μόνιμα ή για μακρό χρόνο κάπου, έτσι ώστε να μπορεί να λειτουργήσει: Στο σπίτι του έχει εγκατεστημένο ραδιοφωνικό σταθμό. 2. (για πρόσ.) που έχει εγκατασταθεί, που διαμένει κάπου: Εδώ και μερικά χρόνια είναι ~ στο εξωτερικό.

[λόγ. μππ. του εγκαθίστημι, εγκαθιστώ μτφρδ. γαλλ. établi, installé]

έγκαυμα το [éŋgavma] Ο49 : (και ιατρ.) κάκωση των ιστών του δέρματος που προκαλείται από την επενέργεια υψηλής θερμοκρασίας, ή καυστικής ή διαβρωτικής χημικής ουσίας· (πρβ. κάψιμο): Εγκαύματα πρώτου / δευτέρου / τρίτου βαθμού. || (ειδικότ.) ψυχρό ~, που προκαλείται από την επενέργεια πολύ χαμηλής θερμοκρασίας.

[λόγ. < ελνστ. ἔγκαυμα, αρχ. σημ.: `εικόνα με εγκαυστική τέχνη΄]

εγκαυστική η [eŋgafstikí] Ο29 : η τεχνική της ζωγραφικής με χρώματα που έχουν διαλυθεί σε λιωμένο κερί και δουλεύονται με θερμασμένα ή πυρακτωμένα εργαλεία· κηρογραφία: H ~ επινοήθηκε μάλλον στην αρχαία Aίγυπτο και χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στην ελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα. Aρχαία ελληνική / ρωμαϊκή ~. Έργα / δείγματα εγκαυστικής.

[λόγ. < ελνστ. ἐγκαυστική (ενν. τέχνη) ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. ἐγκαυστικός]

εγκαυστικός -ή -ό [eŋgafstikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην εγκαυστική: Εγκαυστική τεχνική. Εγκαυστική ζωγραφική. Εγκαυστική παράσταση, που έχει γίνει με την τεχνική της εγκαυστικής. || για το ειδικό υλικό (μείγμα από χρωστική ουσία και κερί) που χρησιμοποιείται στην εγκαυστική: Εγκαυστικές ουσίες. Εγκαυστικά χρώματα.

[λόγ. < ελνστ. ἐγκαυστικός]

έγκειται [énite] Ρ πρτ. έγκειτο (στο γ' πρόσ.) : (λόγ., συνήθ. με υποκείμενο ουσιαστικό που δηλώνει κατάσταση, ιδιότητα κτλ.) συνίσταται, βρίσκεται σε ορισμένο σημείο: Σε τι ~ η δυσκολία του προβλήματος;, πού βρίσκεται; ποια είναι; Εδώ ακριβώς ~ η μοναδικότητα της προσφοράς τους. H σπουδαιότητα του έργου του ~ στο γεγονός ότι…

[λόγ. < γ' εν. του αρχ. ἔγκειμαι]

εγκεκριμένος -η -ο [engekriménos] Ε3 μππ. του εγκρίνω : που έχει εγκριθεί από μια αρμόδια επίσημη αρχή: Σχολικά βοηθήματα εγκεκριμένα από το Yπουργείο Παιδείας. Σύμφωνα με το εγκεκριμένο από τις τεχνικές υπηρεσίες σχέδιο.

[λόγ. μππ. του ρ. εγκρίνω]

Εγκέλαδος ο [engélaδos] Ο20 : 1.γίγαντας ο οποίος, σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία, προκαλούσε τις εκρήξεις των ηφαιστείων και τους σεισμούς. 2. σε μετωνυμία, για το σεισμό: Ξέσπασε η οργή του Εγκέλαδου / ξύπνησε ο ~, έγινε σεισμός. Εκατοντάδες τα θύματα του Εγκέλαδου, του σεισμού.

[λόγ. < αρχ. Ἐγκέλαδος]

εγκεφαλικός -ή -ό [engefalikós] Ε1 : 1.(ιατρ.) που ανήκει ή αναφέρεται στον εγκέφαλο ή που σχετίζεται με αυτόν: Εγκεφαλικά αγγεία / νεύρα / κέντρα. Εγκεφαλική ουσία. Εγκεφαλική συμφόρηση / αιμορραγία / διάσειση / θρόμβωση / πάθηση. Εγκεφαλικοί όγκοι / ιστοί. Εγκεφαλικό επεισόδιο. || (ως ουσ.) το εγκεφαλικό, αγγειακό επεισόδιο που εντοπίζεται στον εγκέφαλο: Ύστερα από ένα ισχυρό εγκεφαλικό έπαθε παράλυση της δεξιάς πλευράς. 2. στον οποίο η λογική έχει εξ ολοκλήρου υποτάξει το συναίσθημα: ~ τύπος ανθρώπου. ~ ποιητής. || Εγκεφαλικό ποίημα. Εγκεφαλική ποίηση, που δεν είναι προϊόν πηγαίου συναισθήματος, έμπνευσης, συγκίνησης κτλ. εγκεφαλικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 2: Γράφει τελείως ~.

[λόγ.: 1: γαλλ. encéphalique < αρχ. ἐγκέφαλ(ος) -ique = -ικός· 2: σημδ. γαλλ. cérébral & αγγλ. cerebral]

εγκεφαλικότητα η [engefalikótita] Ο28 : η ιδιότητα του εγκεφαλικού2.

[λόγ. εγκεφαλικ(ός)2 -ότης > -ότητα]

εγκεφαλισμός ο [engefalizmós] Ο17 (χωρίς πληθ.) : (φιλοσ.) η θεωρία του Mπερξόν, σύμφωνα με την οποία ο εγκέφαλος είναι απλή εξέλιξη της κινητικής μηχανής της σπονδυλικής στήλης.

[λόγ. εγκέφαλ(ος) -ισμός μτφρδ.(;)]

< Προηγούμενο   1... 11 12 [13] 14 15 ...423   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες