Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ε
4.226 εγγραφές [81 - 90]
εγγύτητα η [engítita] Ο28 : η ιδιότητα αυτού που βρίσκεται κοντά σε κπ. ή σε κτ. || ~ απόψεων, συμφωνία.

[λόγ. < ελνστ. ἐγγύτης, αιτ. -ητα]

εγγυώμαι [engióme] Ρ11 μππ. εγγυημένος* : παρέχω διαβεβαίωση αναλαμβάνοντας τη σχετική ευθύνη. 1α. αναλαμβάνω την ευθύνη να εκπληρώσω τις (συνήθ. οικονομικές) υποχρεώσεις κάποιου, στην περίπτωση που αυτός αθετήσει τη σχετική υπόσχεσή του ή βρεθεί σε αδυναμία να την εκπληρώσει· υπογράφω ως εγγυητής, μπαίνω ή γίνομαι εγγυητής, τριτεγγυώμαι: Aν ζητήσω δάνειο από την τράπεζα, θα εγγυηθείς για μένα; ~ για την εμπρόθεσμη εξόφληση των δόσεων. β. αναλαμβάνω την ευθύνη για την εφαρμογή και την τήρηση οποιασδήποτε συμφωνίας, σύμβασης, συνθήκης κτλ.: Zήτησαν από τις HΠA να εγγυηθούν για την ασφαλή μεταφορά των ομήρων. 2. διαβεβαιώνω κάποιον για κτ. αναλαμβάνοντας την ηθική υποχρέωση: Tον γνωρίζω από πολλά χρόνια και μπορώ να σας εγγυηθώ ανεπιφύλακτα για την τιμιότητά του. 3. για ό,τι μας επιτρέπει να θεωρούμε κτ. ως απόλυτα βέβαιο: Δυστυχώς τίποτα δε μας εγγυάται ότι η κατάσταση θα εξελιχθεί προς το καλύτερο. || H φίρμα και μόνο του πωλητή εγγυάται την ποιότητα του προϊόντος.

[λόγ. < αρχ. ἐγγυῶ, -ῶμαι `παρέχω εγγύηση΄ & σημδ. γαλλ. garantir]

εγείρω [ejíro] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. ήγειρα, απαρέμφ. εγείρει, παθ. αόρ. εγέρθηκα, απαρέμφ. εγερθεί : σε λόγιες εκφράσεις: ~ αξιώσεις, προβάλλω αξιώσεις· αξιώνω, διεκδικώ. ~ απαιτήσεις, προβάλλω απαιτήσεις, απαι τώ. || (νομ.) ~ αγωγή, κάνω αγωγή. || (στρατ.) ως παράγγελμα: εγέρθητι / εγέρθητε, σήκω, σηκωθείτε όρθιοι.

[λόγ. < αρχ. ἐγείρω `ξυπνώ κπ., ερεθίζω΄]

εγελιανισμός ο [ejelianizmós] Ο17 : φιλοσοφική θεωρία που διαμορφώθηκε από το Γερμανό φιλόσοφο Xέγκελ.

[λόγ. < γερμ. Hegelianismus (-ismus = -ισμός)]

έγερση η [éjersi] Ο33 : (λόγ.) το να ξυπνά κάποιος και να σηκώνεται από το κρεβάτι, συνήθ. σε προγράμματα ομαδικής ζωής· αφύπνιση, ξύπνημα: Ώρα 7.30 π.μ. ~. || (ειδ. εκκλ.): H ~ του Λαζάρου (ένν. από τη νεκρική κλίνη), η ανάστασή του.

[λόγ. < αρχ. ἔγερ(σις) `ξύπνημα΄ -ση]

εγερτήριο το [ejertírio] Ο40 : α.σάλπισμα για την αφύπνιση στρατιωτών ή άλλης ομάδας ατόμων: H σάλπιγγα σήμανε ~. ANT σιωπητήριο. β. με κάπως περιπαικτική διάθεση, για αναγκαστικό πρωινό ξύπνημα: Άντε να κοιμηθούμε, γιατί αύριο έχουμε / έχει ~ στις έξι.

[λόγ. < ελνστ. ἐγερτήριον `αναταραχή΄ κατά τη σημ. του εγείρω]

εγερτήριος -α -ο [ejertírios] Ε6 : α.(λόγ.) Εγερτήριο σάλπισμα, εγερτήριο. β. (μτφ.) που αφυπνίζει τη συνείδησή μας, τη βγάζει από μια κατάσταση εφησυχασμού ή αδιαφορίας και μας παρακινεί σε εγρήγορση ή σε δράση: ~ λόγος. γ. (ως ουσ.) το εγερτήριο*.

[λόγ. επίθ. < ουσ. εγερτήρι(ον) -ος]

έγια μόλα, έγια λέσα [éja móla éja lésa] : (ναυτ.) επιφωνηματική έκφραση που εκφωνείται για να δίνει το ρυθμό σε μια ομαδική προσπάθεια (π.χ. κωπηλασία, ανύψωση βάρους κτλ.).

[βεν. eia mola, έγια: αντδ. < βεν. eia < λατ. eia < αρχ. εrα επιφ. παρακίνησης (σύγκρ. για 6), μόλα: βεν. mola `χαλάρωσε το παλαμάρι΄, λέσα: < (;)]

Εγίρα η [ejíra] Ο25α : το γεγονός της φυγής του Mωάμεθ από τη Mέκκα στη Mεδίνα (622 μ.X), ως αφετηρία χρονολόγησης για τους μουσουλμάνους. || το μουσουλμανικό σύστημα χρονολόγησης: Στην Tουρκία, το 1351 της Εγίρας.

[λόγ. < μσνλατ. hegira < αραβ. hijrah `μετανάστευση, φυγή΄]

εγκάθειρκτος -η -ο [eŋgáθirktos] Ε5 : (νομ.) που εκτίει ποινή κάθειρξης· (πρβ. φυλακισμένος, έγκλειστος, κρατούμενος).

[λόγ. < ελνστ. ἐγκάθειρκτος]

< Προηγούμενο   1... 7 8 [9] 10 11 ...423   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες