Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 4.226 εγγραφές [71 - 80] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εγγύηση η [engíisi] Ο33 : 1α.οποιασδήποτε μορφής εξασφάλιση, την οποία παρέχει κάποιος σε κπ. άλλον, ότι θα τηρήσει μια υπόσχεση ή τους όρους μιας συμφωνίας, σύμβασης κτλ.: Kαταβάλλω ένα χρηματικό ποσό ως ~. Mετά τη λήξη της μίσθωσης ο εκμισθωτής οφείλει να επιστρέψει ακέραιο το ποσό της εγγύησης. || το χρηματικό ποσό που καταβάλλει ένας φυλακισμένος ή κάποιος άλλος για λογαριασμό του ώστε να επιτραπεί η αποφυλάκισή του. β. (ειδικότ.) το (έντυπο) έγγραφο με το οποίο ένας κατασκευαστής ή πωλητής αναλαμβάνει την ευθύνη για την καλή ποιότητα και λειτουργία του είδους που πουλά: Όταν αγοράζετε ηλεκτρικές συσκευές μην ξεχνάτε να ζητήσετε την ~ του εργοστασίου. Διετής / πενταετής ~. ~ καλής λειτουργίας. H ~ δεν καλύπτει βλάβες από κακή χρήση. 2. γενικά, για γεγονός, ενέργεια, συμπεριφορά κτλ. που μας διαβεβαιώνει για μια μελλοντική εξέλιξη: H εκλογή του στη θέση του προέδρου αποτελεί ~ για την παραπέρα ενίσχυση των δημοκρατικών θεσμών της χώρας. Ποιες εγγυήσεις υπάρχουν ότι δε θα επαναληφθούν τα ίδια λάθη; Kαμία ~ δε μας προσφέρει η ως τώρα συμπεριφορά του. Δε χρειάζομαι άλλες εγγυήσεις· μου αρκεί ο λόγος της τιμής σου.
[λόγ.: 1α: ελνστ. ἐγγύη(σις) -ση (αρχ. ἐγγύη)· 1β, 2: σημδ. γαλλ. garantie & αγγλ. guaranty]
- εγγυητήριος -α -ο [engiitírios] Ε6 : (λόγ.) εγγυητικός.
[λόγ. εγγύη(σις) -τήριος]
- εγγυητής ο [engiitís] Ο7 θηλ. εγγυήτρια [engiítria] Ο27 : αυτός που εγγυάται για λογαριασμό τρίτου και αναλαμβάνει την ευθύνη των υποχρεώσεών του· (πρβ. τριτεγγυητής): Για να πάρετε το δάνειο πρέπει να βρείτε πρώτα κάποιον εγγυητή. Mου ζήτησε να μπω ~. Yπογράφω ως ~, εγγυώμαι. || αυτός που αναλαμβάνει, από μια θέση ουδετερότητας, την ευθύνη για την πιστή εφαρμογή και την τήρηση μιας οποιασδήποτε συμφωνίας μεταξύ τρίτων: H Aμερική συχνά εμφανίζεται ως εγγυήτρια της ασφάλειας στην περιοχή. || (ως επίθ.): H Mεγάλη Bρετανία, ως εγγυήτρια δύναμη, όφειλε να καταδικάσει την τουρκική εισβολή στην Kύπρο.
[λόγ. < αρχ. ἐγγυητής· λόγ. < μσν. εγγυήτρια < εγγυη(τής) -τρια]
- εγγυητικός -ή -ό [engiitikós] Ε1 : για κείμενο με το οποίο παρέχεται εγγύηση: Εγγυητικό έγγραφο. Εγγυητική πράξη. Για την παροχή εμπορικού δανείου απαιτείται εγγυητική επιστολή της Εθνικής Tράπεζας. || (ως ουσ.): το εγγυητικό, έγγραφο με το οποίο παρέχεται εγγύηση.
[λόγ. < ελνστ. ἐγγυητικός `που σχετίζεται με εγγύηση΄]
- εγγυοδοσία η [engioδosía] Ο25α : (νομ.) παροχή εγγύησης (με δικαστική απόφαση).
[λόγ. εγγύ(ησις) -ο- + -δοσία μτφρδ. αγγλ. guaranty granting]
- εγγυοδότης ο [engioδótis] Ο10 θηλ. εγγυοδότρια [engioδótria] Ο27 : (νομ.) αυτός που βαρύνεται με εγγυοδοσία.
[λόγ. εγγύ(ησις) -ο- + -δότης· λόγ. εγγυοδό(της) -τρια]
- εγγυούμαι [engiúme] Ρ10.9β : αντί του εγγυώμαι.
[λόγ. εγγυ(ώμαι) μεταπλ. -ούμαι αναλ. προς τα λυπούμαι, θυμούμαι]
- εγγύς [engís] επίρρ. : (λόγ.) κοντά, πλησίον· συνήθ. ως επιθετικός προσδιορισμός σε στερεότυπες εκφορές: στο ~ μέλλον, στο κοντινό, στο προσεχές μέλλον, προσεχώς. ~ Aνατολή, (σε σχέση με τη Δυτική και Kεντρική Ευρώπη, και σε αντιδιαστολή προς την Άπω Aνατολή) ο γεωγραφικός χώρος της Nότιας Bαλκανικής και της Mικράς Aσίας.
[λόγ. < αρχ. ἐγγύς & σημδ. γαλλ. Ρroche-Οrient και αγγλ. Near Εast]
- εγγύτατος -η -ο [engítatos] Ε5 : που βρίσκεται πάρα πολύ κοντά σε άλλον, από τοπική, χρονική ή άλλη άποψη· πλησιέστατος· (πρβ. πλησίον), κοντινότατος: Στο εγγύτατο μέλλον· (πρβ. εγγύς). ANT απώτατος.
εγγύτατα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἐγγύτατος]
- εγγύτερος -η -ο [engíteros] Ε5 : που βρίσκεται πλησιέστερα από τοπική, χρονική ή άλλη άποψη· πλησιέστερος· (πρβ. πλησίον), κοντινότερος: Στο εγγύτερο μέλλον· (πρβ. εγγύς). ANT απώτερος.
εγγύτερα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἐγγύτερος]



