Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ε
4.226 εγγραφές [61 - 70]
εγγόνα η [eŋgóna] Ο25 : (λαϊκότρ.) εγγονή.

[ελνστ. ἐγγόν(η) μεταπλ. ]

εγγόνι το [eŋgóni] Ο44 : (χωρίς διάκριση φυσικού γένους) ο εγγονός ή η εγγονή κάποιου: Έζησε ως τα βαθιά γεράματα και αξιώθηκε να δει εγγόνια και δισέγγονα. εγγονάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. εγγόνι υποκορ. του εγγον(ός) -ι]

εγγονός ο [eŋgonós] Ο17 θηλ. εγγονή [eŋgoní] Ο29 : ο γιος ή η κόρη του παιδιού κάποιου, σε σχέση με αυτόν (τον παππού ή τη γιαγιά)· (πρβ. εγγόνι): Έχουν δυο εγγονές από την κόρη τους. Έδειχνε ιδιαίτερη αδυναμία στο μεγαλύτερο εγγονό του.

[αρχ. ἔγγονος με μετακ. τόνου αναλ. προς τα γιος, ανεψιός· μσν. εγγονή < ελνστ. ἐγγόνη με μετακ. τόνου κατά το εγγονός]

εγγράμματος -η -ο [eŋγrámatos] Ε5 : (για πρόσ.) που ξέρει γράμματα, δηλαδή γρα φή και ανάγνωση, ή γενικά που έχει γνώσεις κυρίως από σχολικές σπουδές· γραμματιζούμενος, μορφωμένος, σπουδαγμένος: Εγγράμματοι άνθρωποι είναι, κάτι περισσότερο θα ξέρουν από σένα.

[λόγ. < ελνστ. ἐγγράμματος, αρχ. σημ.: `γραμμένος΄]

εγγραφή η [eŋγrafí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εγγράφω. 1. η καταγραφή του ονόματος προσώπου σε (επίσημο) κατάλογο, συνήθ. ως πράξη που επισημοποιεί την ένταξή του σε ένα σύνολο. ANT διαγραφή: ~ συνδρομητών. Zήτησαν την ~ τους στο σύλλογο. Δικαίωμα / αίτηση / ημερομηνία εγγραφής. || (πληθ.): Δεν άρχισαν ακόμη οι εγγραφές στα σχολεία, η περίοδος των εγγραφών. Έναρξη / λήξη εγγραφών. 2. (λογιστ.) κάθε καταχώριση που γίνεται στα λογιστικά βιβλία μιας επιχείρησης, εταιρείας κτλ. 3. αναφορά γεγονότος, σκέψης κτλ. μέσα σε γραπτό κείμενο, βιβλίο: Hμερολογιακές εγγραφές. 4. αποτύπωση πληροφοριών ή σημάτων (οπτικών, ακουστικών) σε κατάλληλο φορέα με σκοπό τη διατήρηση ή την αναπαραγωγή τους: Kαλή / κακή / πρώτη ~ δίσκου, ηχογράφηση. 5. (μαθημ.) η ενέργεια του εγγράφω5, η χάραξη ενός γεωμετρικού σχήματος μέσα σε ένα άλλο.

[λόγ.: 1: αρχ. ἐγγραφή· 2-4: κατά τις σημ. του εγγράφω· 5: ελνστ. σημ.]

έγγραφο το [éŋγrafo] Ο40 : 1.κάθε γραπτό κείμενο το οποίο έχει συνταχθεί σύμφωνα με ορισμένους τύπους και με το οποίο ανακοινώνεται, βεβαιώνεται, διατάσσεται, συμφωνείται, αποδεικνύεται κτ.: Επίσημα / ανεπίσημα / δημόσια / ιδιωτικά έγγραφα. Aποδεικτικά / δικαιολογητικά έγγραφα. Γνήσιο / πλαστό / απόρρητο ~. Aκριβές αντίγραφο εγγράφου. Aποστολή / κοινοποίηση εγγράφου. 2. (πληροφ.) κείμενο που δημιουργεί κάποιος σε ηλεκτρονικό υπολογιστή: Nα αποθηκεύσω τις αλλαγές στο ~;

[λόγ. εν. < ελνστ. πληθ. τά ἔγγραφα (στη σημ. 1)]

έγγραφος -η -ο [éŋγrafos] Ε5 : 1.που γίνεται με έγγραφο, συνήθ. επίσημο: Έγγραφη κλήτευση μάρτυρος. Έγγραφη συμφωνία / καταγγελία. 2. (λόγ.) γραπτός. εγγράφως ΕΠIΡΡ: Συμφώνησαν ~. Δήλωσε ~ ότι παραιτείται.

[λόγ. < ελνστ. ἔγγραφος, ἐγγράφως]

εγγράφω [eŋγráfo] -ομαι Ρ4 αόρ. ενέγραψα, απαρέμφ. εγγράψει, παθ. αόρ. εγγράφτηκα και εγγράφηκα, απαρέμφ. εγγραφτεί και εγγραφεί, μππ. εγγεγραμμένος* : 1.(για πρόσ.) γράφω το όνομα κάποιου σε (επίσημο) κατάλογο, κατάσταση κτλ., ώστε να αποκτήσει μια ιδιότητα ή να γίνει μέλος ενός συνόλου· γράφω4. ANT διαγράφω: Zητώ να με εγγράψετε στο μητρώο των μελών του συλλόγου σας. || Εγγράφομαι συνδρομητής σε ένα περιοδικό, γίνομαι συνδρομητής. Εγγράφομαι μέλος ενός συλλόγου, γίνομαι μέλος. 2. (λογιστ.) καταχωρίζω στοιχεία στα λογιστικά βιβλία μιας επιχείρησης, εταιρείας κτλ. 3. (για ενέργεια, δραστηριότητα κτλ.) καταγράφω κτ. μαζί με άλλα, θεωρώντας το ως όμοιο, ισάξιό τους κτλ.· συγκαταλέγω, καταλογίζω. (έκφρ.) γράφω / ~ κτ. στο ενεργητικό* / στο παθητικό* μου. 4. αποτυπώνω πληροφορίες ή σήματα (οπτικά, ακουστικά) σε κατάλληλο φορέα με σκοπό τη διατήρηση ή την αναπαραγωγή τους· γράφω. 5. (μαθημ.) χαράσσω γεωμετρικό σχήμα μέσα σε ένα άλλο, έτσι ώστε να έχει ορισμένα σημεία, γραμμές ή επιφάνειες κοινά με αυτό. ANT περιγράφω: ~ τετράγωνο σε κύκλο.

[λόγ.: 1: αρχ. ἐγγρά φω· 2-4: σημδ. γαλλ. inscrire· 5: ελνστ. σημ.]

εγγράψιμος -η -ο [eŋγrápsimos] Ε5 : (μαθημ.) για γεωμετρικό σχήμα που μπορεί να εγγραφεί, να παρασταθεί μέσα σε άλλο σχήμα, να γίνει εγγεγραμμένο: Tα κανονικά πολύγωνα είναι εγγράψιμα σε περιφέρεια κύκλου.

[λόγ. εγγραψ- (εγγράφω) -ιμος]

εγγυημένος -η -ο [engiiménos] Ε3 μππ. του εγγυώμαι : για πράγμα, συνήθ. εμπορεύσιμο είδος, του οποίου είναι γνωστή και επιβεβαιωμένη η καλή ποιότητά του, η ανθεκτικότητά του κτλ.: Mπορεί να πληρώσεις κάτι παραπάνω, αλλά ό,τι πάρεις θα είναι εγγυημένο. εγγυημένα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ηγγυημένος μππ. του αρχ. ρ. ἐγγυῶ `παρέχω ενέχυρο΄, μέσο ἐγγυοῦ μαι `δεσμεύομαι΄ με προσαρμ. στη δημοτ., μτφρδ. γαλλ. garanti]

< Προηγούμενο   1... 5 6 [7] 8 9 ...423   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες