Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 4.226 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εβένινος -η -ο [evéninos] Ε5 : α.που είναι κατασκευασμένος από έβενο: Εβένινα έπιπλα. Εβένινη ράβδος. β. (μτφ.) που έχει τη στιλπνότητα και το μαύρο χρώμα του έβενου: Εβένινα μαλλιά.
[λόγ. < ελνστ. ἐβένινος]
- έβενος ο [évenos] Ο20α : είδος ξύλου από ορισμένο είδος τροπικού δέντρου, πολύ σκληρό και στιλπνό και με βαθύ σκούρο χρώμα, από το οποίο κατασκευάζονται πολυτελή έπιπλα, μουσικά όργανα κτλ.: ~ Bραζιλίας / Mαδαγασκάρης.
[λόγ. < ελνστ. ἔβενος ὁ (αρχ. ἔβενος ἡ)]
- εβενουργία η [evenurjía] Ο25 : η τέχνη της επεξεργασίας εβένου και της κατασκευής αντικειμένων από έβενο· εβενουργική.
[λόγ. εβενουργ(ός) -ία]
- εβενουργική η [evenurjikí] Ο29 : η εβενουργία.
[λόγ. εβενουργ(ός) -ική, θηλ. του -ικός]
- εβενουργός ο [evenurγós] Ο17 : τεχνίτης που επεξεργάζεται τον έβενο.
[λόγ. έβεν(ος) + -ουργός]
- εβίβα [evíva] επιφ. : συνήθης πρόποση· εις υγείαν· στην υγειά σου.
[ιταλ. evviva]
- εβολουσιονισμός ο [evolusionizmós] Ο17 : φιλοσοφική θεωρία που στηρίζει την ερμηνεία των φυσικών και κοινωνικών πραγμάτων και φαινομένων στην ιδέα της εξέλιξης· εξελικτισμός.
[λόγ. < αγγλ. evolutionism (-ism = -ισμός)]
- εβονίτης ο [evonítis] Ο10 : πλαστική ύλη, από καουτσούκ και θείο, που χρησιμοποιείται ευρύτατα για την κατασκευή μονωτικών, κυρίως σε ηλεκτρολογικές εφαρμογές.
[λόγ. < αγγλ. ebonite (-ite = -ίτης) (ορθογρ. δαν.)]
- εβραΐζω [evraízo] Ρ2.1α : μιμούμαι τη γλώσσα ή και γενικότερα τους τρόπους και τα ήθη των Εβραίων.
[λόγ. < ελνστ. Ἑβραΐζω `μιλώ εβραϊκά΄]
- εβραίικος -η / -ια -ο [evréikos] Ε5, Ε6 : α.(προφ.) εβραϊκός: Εβραίικα μνήματα. Εβραίικη συνοικία· (πρβ. ισραηλίτικος). ~ μαχαλάς. Εβραίικο έθιμο. || (ως ουσ.) τα εβραίικα, τα εβραϊκά. β. (μτφ., μειωτ.) ανάλογος προς την παροιμιώδη φιλαργυρία των Εβραίων: Εβραίικη τσιγκουνιά. Εβραίικα παζάρια.
[Εβραί(ος) -ικος]



