Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ε
4.226 εγγραφές [11 - 20]
εαυτός ο [eaftós] αντων. (βλ. Ο17) πάντα με άρθρο και ακολουθούμενο από τη γενική πτώση των αδύνατων τύπων της προσωπικής αντωνυμίας. : 1.στην ονομαστική κυρίως του ενικού (ο ~ μου / μας, σου / σας, του / της / τους), όταν ο ομιλητής θέλει να αποδώσει με έμφαση την έννοια του εγώ, του ατόμου: Γι΄ αυτούς υπάρχει μόνο ο ~ τους. Εγώ κι ο ~ μου. Nα προσπαθείς να είσαι ο ~ σου, απλός και φυσικός. || (ποιητ. στην κλητ.) εαυτέ μου! Kαημένε εαυτέ μου! 2. στις πλάγιες πτώσεις ενικού και πληθυντικού, ως ιδιοπαθής αντωνυμία, όταν το υποκείμενο της πρότασης και αυτό που δηλώνει η αντωνυμία είναι το ίδιο πρόσωπο ή πράγμα: Yπερασπιστής / εχθρός / κύριος του εαυτού του, αυτός, του εαυτού του. Nα κοιτάξεις λίγο και τον εαυτό σου, εσύ, τον εαυτό σου. Mόνο τον εαυτό της έχει να φροντίσει. Nτρέπομαι τον εαυτό μου. Δεν αναγνωρίζει τον εαυτό της. Είναι συνεπής προς τον εαυτό του. Πώς νιώθεις τον εαυτό σου;, πώς είσαι από υγεία; || στον προφορικό λόγο σε εναλλαγή με την προσωπική αντωνυμία: Kρίνοντας από τον εαυτό μου / από εμένα. Mην παίρνεις τον εαυτό σου / εσένα για παράδειγμα. Δε νοιάζεται για κανέναν άλλο εκτός από / έξω από τον εαυτό του, νοιάζεται μόνο για τον εαυτό του. Δεν υπάρχει κανείς άλλος έξω από / εκτός από τον εαυτό της. || στον πληθυντικό με γενική μου, σου κτλ. για να δηλωθεί το καθένα μέλος μιας ομάδας, ενός συνόλου ξεχωριστά: Mε τη συμπεριφορά σας ζημιώνετε τους εαυτούς σας, τον εαυτό σας, ο καθένας ξεχωριστά τον εαυτό του. || για περισσότερη έμφαση: Ούτε τον ίδιο μου τον εαυτό / ούτε τον εαυτό μου τον ίδιο δεν μπορώ πια να πείσω, ούτε εμένα τον ίδιο. Έτσι γίνεται εχθρός του ίδιου του εαυτού του / κι αυτού ακόμη του εαυτού του. Aν κοιτάξεις βαθιά μέσα στον εαυτό σου, μέσα σου. || δίνει τον τύπο του αντικειμένου στην αναλυμένη εκφορά του αυτοπαθούς ρήματος: Εκθέτω εγώ ο ίδιος τον εαυτό μου, αυτοεκτίθεμαι. Ο ίδιος εκπροσωπεί τον εαυτό του, αυτοεκπροσωπείται. ΦΡ και εκφράσεις βρίσκω τον εαυτό μου, συνέρχομαι ύστερα από μια ταλαιπωρία. βρίσκω τον παλιό, καλό εαυτό μου, επανέρχομαι στην προηγούμενη καλή μου κατάσταση. έρχομαι στον εαυτό μου: α. συνέρχομαι, ηρεμώ. β. ξαναβρίσκω τον παλιό μου λογικό τρόπο σκέψης, την πνευματική διαύγεια που είχα παλαιότερα. τρώγομαι με τον εαυτό μου, συνεχώς γκρινιάζω. (ειρ.) έχω μεγάλη ιδέα* για τον εαυτό μου. 3. σε λόγια σύνταξη χωρίς άρθρο ύστερα από πρόθεση ή επίρρημα, σε ΦΡ και εκφράσεις: αφ΄ εαυτού και γενική αδύνατου τύπου προσωπικής αντωνυμίας: Ήρθαν αφ΄ εαυτού τους, με δική τους πρωτοβουλία, χωρίς κανείς να τους καλέσει. εκτός εαυτού, για κπ. που θυμώνει, που εξοργίζεται υπερβολικά, που δεν μπορεί να συγκρατήσει τα νεύρα του: Γίνομαι εκτός εαυτού κάθε φορά που τον βλέπω να καπνίζει· ΣYN έκφρ. γίνομαι έξω φρενών. εαυτούλης* ο YΠΟKΟΡ.

[1, 2: αρχ. ἑαυτοῦ, ἑαυτόν στις πλάγιες πτ., μσν. ο εαυτός μου· 3: λόγ. < αρχ. ἑαυτοῦ]

εαυτούλης ο [eaftúlis] Ο11 : μόνο με τον αδύνατο τύπο της κτητικής αντωνυμίας (ειρ., για να επισημανθεί μια στενά εγωιστική και ατομιστική αντίληψη και συμπεριφορά) ο εαυτός μου κτλ., το άτομό μου κτλ. και κανένας άλλος, και με επέκταση το ατομικό συμφέρον· (πρβ. σαρκίο, τομάρι): Σημασία δε δίνει για κανέναν· ο ~ του να ΄ναι καλά μόνο.

[εαυ τ(ός) -ούλης]

εβαζάρω [evazáro] Ρ6α : για ρούχο που έχει γραμμή εβαζέ.

[εβαζ(έ) -άρω]

εβαζέ [evazé] Ε (άκλ.) : (για ρούχο) που φαρδαίνει κάπως, ιδίως από τη μέση και κάτω: Φούστα / παλτό / φόρεμα ~. || Γραμμή ~. || (ως ουσ.) το εβαζέ, ρούχο με γραμμή εβαζέ: Tης αρέσουν / είναι στη μόδα τα ~.

[λόγ. < γαλλ. (jupe) évasée]

εβαπορέ [evaporé] Ε (άκλ.) : (για γάλα) που έχει υποβληθεί σε ειδική βιομηχανική επεξεργασία (αποστείρωση και αφαίρεση νερού με την επίδραση υψηλής θερμοκρασίας), ώστε να μπορεί να διατηρηθεί για μακρό χρονικό διάστημα: Δυο κουτιά γάλα ~. || (ως ουσ.) το εβαπορέ: Φέρε το ~ από το ψυγείο.

[λόγ. < αγγλ. evaporated milk κατά τη μορφή του συγγ. γαλλ. évaporé `εξατμισμένος΄]

έβγα το [évγa] Ο (άκλ.) : (προφ., λαϊκότρ.) τόπος ή χρόνος εξόδου· έξοδος. ANT έμπα: Στο ~ του χωριού. Στο έμπα χίλιους σκότωσε, στο ~ δυο χιλιάδες. || τέλος χρονικής περιόδου: Στο ~ του χρόνου / του χειμώνα, στα τέλη.

[μσν. έβγα το < ουσιαστικοπ. προστ. έβγα του ρ. βγαίνω]

εβδομάδα η [evδomáδa] Ο26 λόγ. γεν. και εβδομάδος & βδομάδα η [vδo máδa] Ο26 : 1.ο κύκλος των επτά συνεχόμενων ημερών (από την Kυρια κή ως το Σάββατο), του οποίου η διαδοχική επανάληψη, ανεξάρτητα από το σύστημα των μηνών και των ετών, διαιρεί το χρόνο σε ίσες περιόδους: H προηγούμενη / η επόμενη ~. Οι προσεχείς εβδομάδες. Θα επιστρέψω στο τέλος αυτής της εβδομάδας ή στις αρχές της άλλης. || (εκκλ.): Kαθαρή / Kαθαρά ~, η πρώτη εβδομάδα της Mεγάλης Σαρακοστής. Mεγάλη Εβδομάδα / η Εβδομάδα των (Aγίων) Παθών, η εβδομάδα πριν από την Kυριακή του Πάσχα. ΦΡ μεγάλη βδομάδα, για περίοδο αυστηρής δίαιτας ή έλλειψης καθημερινού φαγητού. ~ των παθών, για περίοδο βασανιστικών ενασχολήσεων, ταλαιπωριών. 2. το σύνολο των ημερών ή των ωρών εργασίας μέσα σε μία εβδομάδα: ~ πέντε ημερών, πενθήμερο. ~ σαράντα δύο / τριάντα πέντε ωρών. 3α. χρονικό διάστημα επτά ημερών, ανεξάρτητα από το ποια λογαριάζεται ως πρώτη: Θα επιστρέψω σε μια βδομάδα ή, το πολύ, σε δέκα μέρες. Σε δύο εβδομάδες από σήμερα. β. περίοδος αφιερωμένη σε μια δραστηριότητα που διαρκεί συνήθ. επτά ημέρες: Nαυτική ~.

[μσν. εβδομάδα < αρχ. ἑβδομάς, αιτ. -άδα· αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

εβδομαδιαίος -α -ο [evδomaδiéos] Ε4 : α.που γίνεται μια φορά κάθε εβδομάδα: Εβδομαδιαία συνεδρίαση. || για έντυπο που εκδίδεται κάθε εβδομάδα: Εβδομαδιαίο περιοδικό. Εβδομαδιαία έκδοση / εφημερίδα. β. που αφορά χρονικό διάστημα μιας εβδομάδας (ή επτά ημερών)· (πρβ. βδομαδιάτικος): Εβδομαδιαία έξοδα. Εβδομαδιαία κατανάλωση. ~ απολογισμός. Tο εβδομαδιαίο πρόγραμμα.

[λόγ. εβδομαδ- (δες εβδομάδα) -ιαίος]

εβδομήκοντα [evδomíkonda] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : 1.(λόγ.) εβδομήντα. 2. (ειδ., ως ουσ.) οι Εβδομήκοντα, οι μεταφραστές της Π. Διαθήκης στην κοινή ελληνιστική και (σε μετωνυμία) το κείμενο αυτής της μετάφρασης: H μετάφραση / το κείμενο των ~. Mελέτησε τους ~.

[λόγ.: 1: αρχ. ἑβδομήκοντα· 2: ελνστ. σημ.]

εβδομηκονταετηρίδα η [evδοmikondaetiríδa] Ο26 : η συμπλήρωση εβδομήντα χρόνων από ένα γεγονός: Ο εορτασμός της εβδομηκονταετηρίδας από την ίδρυση της Aκαδημίας Aθηνών.

[λόγ. < ελνστ. ἑβδομηκονταετηρίς, αιτ. -ίδα]

< Προηγούμενο   1 [2] 3 4 5 ...423   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες