Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ε
4.226 εγγραφές [131 - 140]
εγκεφαλίτιδα η [engefalítiδa] Ο28 : (ιατρ.) γενική ονομασία για ορισμένες φλεγμονώδεις νόσους του εγκεφάλου: Πρωτοπαθής / δευτεροπαθής / επιδημική / ιογενής / βακτηριακή / παρασιτική ~.

[λόγ. < γαλλ. encépha lite < αρχ. ἐγκέφαλ(ος) -ite = -ίτις > -ίτιδα]

εγκεφαλο- [enefalo] & εγκεφαλ- [enefal], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις: 1. (ιατρ.) με αναφορά στον ανθρώπινο εγκέφαλο ως όργανο του σώματος: ~γράφημα, ~νωτιαίος, ~πάθεια· εγκεφαλαλγία. 2. με αναφορά στον εγκέφαλο ως κέντρο λήψης αποφάσεων: ~κίνητος.

[λόγ. < διεθ. encephal(o)- < αρχ. ἐγκέφαλο(ς) ως α' συνθ.: εγκεφαλο-γράφημα < διεθ. encephalo- + -gram & σε μτφρδ. εγκεφαλο-νωτιαίος < γαλλ. cérébro-spinal]

εγκεφαλογράφημα το [engefaloγráfima] Ο49 : ηλεκτροεγκεφαλογράφημα.

[λόγ. < διεθ. encephalo- = εγκεφαλο- + -gram = -γράφημα]

εγκεφαλομυελίτιδα η [engefalomielítiδa] Ο28 : (ιατρ.) φλεγμονώδης πάθηση του εγκεφάλου που προσβάλλει και το νωτιαίο μυελό.

[λόγ. < γαλλ. encéphalomyélite < encéphalo- = εγκεφαλο- + μυελ(ός) -ite = -ίτις > -ίτιδα]

εγκεφαλονωτιαίος -α -ο [engefalonotiéos] Ε4 : (ιατρ.) που αναφέρεται ή ανήκει και στον εγκέφαλο και στο νωτιαίο μυελό: Εγκεφαλονωτιαίο υγρό, διαφανές και άχρωμο υγρό που περιβάλλει τον εγκέφαλο και το νωτιαίο μυελό.

[λόγ. εγκεφαλο- + νωτιαίος μτφρδ. γαλλ. cérébro-spinal]

εγκεφαλοπάθεια η [engefalopáθia] Ο27 : (ιατρ.) γενική ονομασία οργανικών παθήσεων του εγκεφάλου: Mεταβολική / αναπνευστική / ηπατική / αλκοολική / τοξική / περιγεννητική / παιδική ~. Σπογγώδης ~, μεταδοτική, συνήθ. θανατηφόρος, νόσος που προσβάλλει το κεντρικό νευρικό σύστημα του ανθρώπου και των κατοικίδιων ζώων (βοοειδών, αμνοεριφίων κτλ.)· νόσος των τρελών αγελάδων.

[λόγ. < γαλλ. encéphalo pathie < encéphalo- = εγκεφαλο- + -pathie = -πάθεια]

εγκέφαλος ο [engéfalos] Ο20α : I.(ανατ.) το ανώτερο και τελειότερο τμή μα του νευρικού συστήματος των σπονδυλωτών και του ανθρώπου, το οποίο βρίσκεται μέσα στην κρανιακή κοιλότητα και αποτελεί κέντρο των κινητικών, αισθητικών και νοητικών λειτουργιών· (πρβ. μυαλό): Tα ημισφαίρια / οι αύλακες / οι έλικες / τα κύτταρα του εγκεφάλου. H φαιά / λευκή ουσία του εγκεφάλου. Tα κέντρα του εγκεφάλου. H διέγερση του αισθητήριου οργάνου μεταβιβάζεται με τα νεύρα στον εγκέφαλο και έτσι παράγεται μέσα στη συνείδησή μας ετούτο ή εκείνο το αίσθημα. || Mαλάκυνση* του εγκεφάλου. ΦΡ πλύση* εγκεφάλου. έχει κάλο* στον εγκέφαλο. II1. ο εγκέφαλος ως κέντρο των νοητικών λειτουργιών, της σκέψης του ανθρώπου· συνήθ. σε διατυπώσεις που αποδίδουν έναν αρνητικό, κάποτε και ειρωνικό χαρακτηρισμό στην ποιότητα της σκέψης κάποιου· νους, μυαλό: Ποιος νοσηρός ~ επινόησε αυτό το τερατούργημα; Hλίθιος / αρρωστημένος / παρανοϊκός ~. 2. (οικ.) ο ιθύνων νους: Ο ~ μιας επιχείρησης. || (συνήθ. ειρ.): Οι εγκέφαλοι του υπουργείου, οι ιθύνοντες. || συνηθέστερα για τον ιθύνοντα νου μιας παράνομης δραστηριότητας ή ομάδας ατόμων: Ο ~ της μεγάλης ληστείας. Ο ~ μιας συμμορίας. III. (προφ.) (ηλεκτρονικός) ~, ηλεκτρονικός μηχανισμός που παίρνει και δίνει πληροφορίες και εντολές· ηλεκτρονικός υπολογιστής, κομπιούτερ.

[λόγ.: I, II: αρχ. ἐγκέφαλος· III: σημδ. αγγλ. brain]

εγκιβωτίζω [engivotízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.κλείνω κτ. μέσα σε κιβώτιο· (πρβ. συσκευάζω, αμπαλάρω): Tα χειρόγραφα παρέμειναν για πολλά χρόνια εγκιβωτισμένα στο υπόγειο της Εθνικής Bιβλιοθήκης. 2. (τεχν.) απομονώνω τμήμα του πυθμένα λίμνης, ποταμού κτλ. με κλειστό, προσωρινό υδατοστεγές περίφραγμα, για να θεμελιώσω μια κατασκευή (γέφυρα, φράγμα κτλ.).

[λόγ. εγ- (δες εν-) κιβώτ(ιον) -ίζω μτφρδ. γαλλ. encaisser]

εγκιβωτισμός ο [engivotizmós] Ο17 : η ενέργεια του εγκιβωτίζω. α. (λόγ.) τοποθέτηση, συσκευασία πράγματος μέσα σε κιβώτιο· (πρβ. αμπαλάρισμα). β. (τεχν.) η απομόνωση τμήματος του πυθμένα (θάλασσας, λίμνης, ποταμού) από το νερό, με προσωρινό υδατοστεγές περίφραγμα για τη θεμελίωση μιας μόνιμης κατασκευής. γ. (φιλολ.) αφηγηματική τεχνική κατά την οποία μια σχετικά αυτοτελής και εκτεταμένη διήγηση περιέχεται μέσα σε άλλη: Tυπική δομή εγκιβωτισμού έχουν οι «Xίλιες και μία νύχτες».

[λόγ. εγκιβωτισ- (εγκιβωτίζω) -μός]

εγκλεισμός ο [eŋglizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εγκλείω, ο περιορισμός κάποιου μέσα σε κλειστό χώρο, συνήθ. για σωφρονιστικούς ή για θεραπευτικούς λόγους· (πρβ. περιορισμός, φυλάκιση, κράτηση): ~ σε φυλακή. Διέταξε τη σύλληψη των πολιτικών του αντιπάλων και τον εγκλεισμό τους σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Tο δικαστήριο αποφάσισε τον εγκλεισμό του σε ψυχιατρείο.

[λόγ. < ελνστ. ἐγκλεισμός]

< Προηγούμενο   1... 12 13 [14] 15 16 ...423   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες