Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Εφεύρεση
1 εγγραφή
εφεύρεση η [efévresi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εφευρίσκω. 1. νέα, πρωτότυπη δημιουργία ή μέθοδος που είναι αποτέλεσμα της δημιουργικής φαντασίας, της αξιοποίησης πρακτικών και συνήθ. και θεωρητικών γνώσεων, και της χρησιμοποίησης της υπάρχουσας τεχνολογίας: H ~ του τροχού / της τυπογραφίας / του τηλεφώνου. || H ανακάλυψη του ηλεκτρισμού οδήγησε σε πολλές εφευρέσεις. 2. ό,τι έχει εφευρεθεί, τεχνικό όργανο ή μεθοδος παραγωγής: H τηλεόραση είναι μια σύγχρονη ~. Στην έκθεση θα παρουσιαστούν οι νέες εφευρέσεις. Διαβολική* ~.

[λόγ. < ελνστ. ἐφεύρε(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες