Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 16 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εξασέλιδος -η -ο [eksaséliδos] Ε5 : που αποτελείται από έξι σελίδες: H εξασέλιδη εφημερίδα. Εξασέλιδο φυλλάδιο.
[λόγ. εξα- + σελιδ- (δες σελίδα) -ος]
- εξασθένηση η [eksasθénisi] Ο33 : το αποτέλεσμα του εξασθενώ· εξασθένιση: H ~ της όρασης / της αντοχής κάποιου.
[λόγ. < μσν. εξασθενη- (εξασθενώ) -σις > -ση]
- εξασθενίζω [eksasθenízo] Ρ2.1α μππ. εξασθενισμένος : 1.κάνω κτ. λιγότερο έντονο ή λιγότερο αποτελεσματικό, το αδυνατίζω· εξασθενώ1: Tα γηρατειά εξασθενίζουν την όραση και την ακοή. ~ τη δύναμη / την αντοχή κάποιου, τη λιγοστεύω. || (για τον ανθρώπινο οργανισμό) κάνω λιγότερο αποτελεσματικές τις λειτουργίες του: H μακροχρόνια αρρώστια εξασθένισε τον οργανισμό του ασθενούς. || (για οργάνωση κτλ.): Οι σπατάλες εξασθένισαν την εθνική οικονομία. 2. γίνομαι λιγότερο έντονος ή λιγότερο αποτελεσματικός· εξασθενώ2: Εξασθενίζει η θύελλα. Mε την ωριμότητα εξασθενίζει η μνήμη και αναπτύσσεται η κριτική ικανότητα του ανθρώπου.
[λόγ. εξασθεν(ώ) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. εξασθενησ-]
- εξασθένιση η [eksasθénisi] Ο33 : το αποτέλεσμα του εξασθενίζω: H ~ ενός ήχου / μιας ακτινοβολίας / της θύελλας. Σωματική / πνευματική ~ του ανθρώπου. || Οικονομική / στρατιωτική ~ ενός κράτους.
[λόγ. εξασθενι- (εξασθενίζω) -σις > -ση]
- εξασθενώ [eksasθenó] Ρ10.9α μππ. εξασθενημένος : 1.εξασθενίζω1: Ο θόρυβος των μεγαλουπόλεων εξασθενεί την ακοή. Tο έιτζ εξασθενεί το ανοσοποιητικό σύστημα του ασθενούς. 2. γίνομαι λιγότερο έντονος ή λιγότερο αποτελεσματικός· εξασθενίζω2: Εξασθενεί ο οργανισμός του λόγω της αρρώστιας.
[λόγ. < αρχ. ἐξασθενῶ `είμαι τελείως αδύναμος΄]
- εξάσκηση η [eksáskisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξασκώ. α. άσκηση ορισμένης δραστηριότητας με σκοπό τη βελτίωση της επίδοσής μου σ΄ αυτή: Kαθημερινή / εντατική / διαρκής ~. β. εφαρμογή θεωρητικών γνώσεων στην πράξη: Πρακτική ~. Mετά το τέλος του μαθήματος θα κάνουμε πρακτική ~.
[λόγ. εξασκη- (εξασκώ) -σις > -ση]
- εξασκώ [eksaskó] -ούμαι Ρ10.9 : 1.βοηθώ κπ. να γίνει ικανός, κατάλληλος για μια ορισμένη δραστηριότητα, να βελτιώσει την επίδοσή του σ΄ αυτή με την άσκηση: ~ το γιο μου στο κολύμπι. || (συνήθ. παθ.) ασκώ μια ορισμένη δραστηριότητα και γίνομαι έτσι ικανός, κατάλληλος γι΄ αυτή: Έχει εξασκηθεί στο τρέξιμο / στη σκοποβολή / στη χαρτοπαιξία. Εξασκημένο σώμα, γυμνασμένο. 2. εφαρμόζω θεωρητικές γνώσεις στην πράξη: Πρέπει να εξασκήσει λίγο τα γαλλικά του.
[λόγ. < αρχ. ἐξασκῶ `ασκώ τελείως΄ σημδ. γαλλ. exercer]
- εξάστηλος -η -ο [eksástilos] Ε5 : (για κείμενο δημοσιευμένο σε εφημερίδα ή σε περιοδικό) που καταλαμβάνει χώρο έξι στηλών. || (ως ουσ.) το εξάστηλο, δημοσίευμα που καταλαμβάνει χώρο έξι στηλών.
[λόγ. εξα- + στήλ(η) -ος]
- εξαστισμός ο [eksastizmós] Ο17 : η αστικοποίηση: Ο ~ των πληθυσμών της υπαίθρου.
[λόγ. εξ- αστ(ός) -ισμός μτφρδ. αγγλ. urbanisation]
- εξάστιχος -η -ο [eksástixos] Ε5 : που έχει έξι στίχους: Εξάστιχο ποίημα. || (ως ουσ.) το εξάστιχο, για εξάστιχη στροφή.
[λόγ. < ελνστ. ἑξάστιχος]



