Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 466 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εναντιομορφισμός ο [enandiomorfizmós] Ο17 : η ομοιότητα πραγμάτων που το ένα είναι κατοπτρική εικόνα του άλλου· εναντιομορφία.
[λόγ. < αγγλ. enantiomorphism < γερμ. enantiomorph = εναντιόμορφ(ος) -ism = -ισμός]
- εναντιόμορφος -η -ο [enandiómorfos] Ε5 : για αντικείμενα, σχήματα, παραστάσεις κτλ. που το ένα αποτελεί την κατοπτρική εικόνα του άλλου.
[λόγ. < γερμ. enantiomorph < αρχ. ἐναντίο(ς) + μορφ(ή) -ος]
- εναντίον [enandíon] επίρρ. : 1.σε θέση πρόθεσης, με γενική ονόματος που δηλώνει το συγκεκριμένο πράγμα ή πρόσωπο προς το οποίο κατευθύνεται μια εχθρική πράξη· κατά 2: Πολεμώ / επιτίθεμαι ~ κάποιου. Επίθεση ~ κάποιου. 2. (με γεν. ή απολύτως) αντί του ενάντια: Mην είσαι όλο ~.
[λόγ. < αρχ. ἐναντίον `απέναντι΄ κατά τη σημ. του ενάντιος]
- ενάντιος -α -ο [enándios] Ε6 λόγ. θηλ. και εναντία : αντίθετος. α. που έρχεται από αντίθετη κατεύθυνση: Ο ~ άνεμος μας εμπόδιζε να μπούμε στο λιμάνι. β. διαφορετικός, αντίθετος εκ διαμέτρου. (απαρχ. έκφρ.) εν εναντία περιπτώσει*. || (ως ουσ.) το ενάντιο, το αντίθετο: Aπ΄ όσα του είπαν, αυτός έκανε τα ενάντια. (λόγ. έκφρ.) μέχρις* αποδείξεως του εναντίου. γ. που αντιτίθεται· αντιτιθέμενος: Έχουν ενάντιες απόψεις. Διαφωνούν, γιατί έχουν ενάντια συμφέροντα. Yπηρετούν συμφέροντα ενάντια προς / με τα δικά μας.
ενάντια* & εναντίον* ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἐναντίος με μετακ. τόνου αναλ. προς άλλα επίθ. με τόνο στην προπαραλ.: αδέξιος]
- εναντιότητα η [enandiótita] Ο28 : η ιδιότητα του ενάντιου, η εκ διαμέτρου αντίθεση.
[λόγ. < αρχ. ἐναντιότης, αιτ. -ότητα (πρβ. μσν. εναντιότη μεταπλ. με βάση την ονομ.)]
- εναντιωματικός -ή -ό [enandiomatikós] Ε1 : (γραμμ.) που περιέχει ή δείχνει έννοια αντίθεσης ή εναντίωσης: Εναντιωματικοί σύνδεσμοι, αντιθετικοί. Εναντιωματική μετοχή. Εναντιωματική πρόταση.
[λόγ. < ελνστ. ἐναντιωματικός]
- εναντιώνομαι [enandiónome] Ρ1β : παίρνω θέση αντίθετη προς κπ. ή κτ.· αντιτίθεμαι, αντιτάσσομαι: Kανείς δεν τόλμησε να εναντιωθεί στα σχέδιά τους. Mη μου εναντιώνεσαι.
[λόγ. < αρχ. ἐναντι(οῦμαι) -ώνομαι]
- εναντίωση η [enandíosi] Ο33 : το να παίρνει ή να εκδηλώνει κάποιος θέση ή στάση αντίθετη προς κτ. ή κπ. άλλον.
[λόγ. < αρχ. ἐναντίω(σις) -ση]
- εναπόθεμα το [enapóθema] Ο49 : (συνήθ. επιστ.) ό,τι εναποτίθεται· η μάζα των υλικών που συγκεντρώνεται κάπου ως αποτέλεσμα μιας μετακίνησης, ροής κτλ.: Tα εναποθέματα στις όχθες των ποταμών, τα υλικά που μεταφέρονται και συγκεντρώνονται στις όχθες τους, ύστερα από πλημμύρα. Aργιλώδη εναποθέματα.
[λόγ. εν- απόθεμα απόδ. γαλλ. dépἄt ή αγγλ. deposit]
- εναπόθεση η [enapóθesi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εναποθέτω. || (συνήθ. πληθ.) εναπόθεμα: Εναποθέσεις αλάτων στον πυθμένα ενός λέβητα.
[λόγ. < ελνστ. ἐναπόθε(σις) `κατάθεση΄ -ση κατά τη σημ. των εναποθέτω, εναπόθεμα]



