Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 466 εγγραφές [211 - 220] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ένζυμο το [énzimo] Ο40 : (βιολ., βιοχημ.) κοινή ονομασία για ένα μεγάλο αριθμό οργανικών ουσιών που παράγονται από ζώντα κύτταρα και δρουν ως καταλύτες των πολυάριθμων και πολύπλοκων βιοχημικών αντιδράσεων, χωρίς να παθαίνουν κάποια αλλοίωση: Kάθε ~ καταλύει ένα μόνο είδος χημικής αντίδρασης. Σχεδόν όλες οι βιοχημικές αντιδράσεις στα ζώα, στα φυτά και στους μικροοργανισμούς ρυθμίζονται από τα ένζυμα.
[λόγ. < γερμ. Εnzym (στη νέα σημ.) < μσν. ένζυμον ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. ένζυμος]
- ενζυμοπάθεια η [enzimopáθia] Ο27 : (ιατρ.) κληρονομική πάθηση που οφείλεται στην έλλειψη, υπερπαραγωγή, δυσλειτουργία ή ανωμαλία στη σύνθεση ενζύμου ή ομάδας ενζύμων.
[λόγ. < γαλλ. enzymopathie < enzymo- < μσν. ένζυμ(ον) -ο- + -pathie = -πάθεια]
- ένζυμος -η -ο [énzimos] Ε5 : (για ψωμί) παρασκευασμένος με προζύμι. ANT άζυμος.
[λόγ. < μσν. ένζυμος < εν- ζύμ(η) -ος]
- ενζωοτία η [enzootía] Ο25 : (κτηνιατρ.) επιδημική νόσος που προσβάλλει ένα ή περισσότερα είδη ζώων ορισμένης περιοχής.
[λόγ. < γαλλ. enzootie < en- zoo(n) < αρχ. ζῷον κατά το épizootie = επιζωοτία]
- ενήλικας ο [enílikas] Ο5 : ενήλικος άνθρωπος.
[λόγ. < ελνστ. ἐνήλιξ, αιτ. -ικα]
- ενηλικιότητα η [enilikiótita] Ο28 : η κατάσταση και η ιδιότητα του ενήλικου.
[λόγ. < αρχ. φρ. ἐν ἡλικί(ᾳ) (δες ενηλικιώνομαι) -ότης > -ότητα]
- ενηλικιώνομαι [enilikiónome] Ρ1β : γίνομαι ενήλικος. 1α. (νομ., για πρόσ.) συμπληρώνω το όριο ηλικίας που, κατά το νόμο, απαιτείται για να έχω την ικανότητα να τελέσω οποιαδήποτε δικαιοπραξία. β. συμπληρώνω την καθορισμένη από μια κοινή αντίληψη ηλικία και γι΄ αυτό θεωρούμαι υπεύθυνος και αυτεξούσιος. γ. (βιολ.) για κάθε ζωντανό οργανισμό που θεωρείται ότι ολοκληρώνει την ανάπτυξή του, από ορισμένη αλλά και διαφορετική για κάθε περίπτωση άποψη (φτάνει στο οριστικό μέγεθός του, αποκτά την ικανότητα αναπαραγωγής κτλ.). 2. (μτφ.) περνώ από τη φάση της ανωριμότητας στη φάση της ωριμότητας.
[λόγ. < αρχ. φρ. ἐν ἡλικί(ᾳ) `σε στρατεύσιμη ηλικία΄ -ούμαι > -ώνομαι]
- ενηλικίωση η [enilikíosi] Ο33 : το αποτέλεσμα του ενηλικιώνομαι. α. (και νομ., για πρόσ.) η μετάβαση από την ηλικία του ανήλικου στην ηλικία του ενήλικου: Kατά την ισχύουσα νομοθεσία όριο ενηλικίωσης είναι η συμπλήρωση του 18ου έτους. H πατρική εξουσία παύει με την ~ του τέκνου. β. (βιολ.) η ολοκλήρωση της ανάπτυξης ενός ζωντανού οργανισμού: H ~ συνδέεται πολύ συχνά με την ικανότητα αναπαραγωγής. γ. (μτφ.) η μετάβαση από μια φάση ανωριμότητας στη φάση της ωριμότητας: H ~ του συνδικαλιστικού κινήματος.
[λόγ. ενηλικιω- (δες ενηλικιώνομαι) -σις > -ση]
- ενήλικος -η -ο [enílikos] Ε5 : ANT ανήλικος. 1. (για άνθρ.) α. που έχει περάσει τη φάση της σωματικής και διανοητικής ανάπτυξής του, που έχει μπει στην ηλικία της ωριμότητας και θεωρείται ότι είναι ικανός να ρυθμίζει μόνος του τη ζωή του. β. (νομ.) που έχει συμπληρώσει την προβλεπόμενη από το νόμο ηλικία και γι΄ αυτό είναι ικανός για κάθε δικαιοπραξία ή είναι ικανός να αποκτά δικαιώματα και να υποβάλλεται σε υποχρεώσεις: Ενήλικο άτομο. Ενήλικα τέκνα. Ενήλικες θυγατέρες. Ενήλικοι γιοι / κληρονόμοι. Kατά τον Aστικό Kώδικα, ενήλικοι είναι όσοι έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους. || (ως ουσ.) ο ενήλικος, θηλ. ενήλικη: Εκπαίδευση ενηλίκων. 2. (βιολ.) για κάθε ζωντανό οργανισμό που έχει φτάσει στην πλήρη ανάπτυξή του (σύμφωνα με ένα κριτήριο που διαφέρει, ανάλογα με το είδος του οργανισμού και ανάλογα με τις επιστημονικές απόψεις): Συνήθως αναγνωρίζεται ένα άτομο ως ενήλικο, όταν έχει την ικανότητα να αναπαραχθεί.
[λόγ.: 1: ελνστ. ἐνήλικος· 2: σημδ. γαλλ. adulte]
- ενήμερος -η -ο [enímeros] Ε5 : 1.(για πρόσ.) που γνωρίζει καλά, έχει λεπτομερή πληροφόρηση, συνήθ. για κτ. που συνέβη πρόσφατα ή βρίσκεται σε εξέλιξη· (πρβ. γνώστης): Είμαι ~ της υποθέσεως, τη γνωρίζω ως τις τελευταίες της εξελίξεις. Είμαι ~ των εξελίξεων. (έκφρ.) κρατώ κπ. ενήμερο, τον πληροφορώ διαρκώς: Παρακαλώ να με κρατάτε ενήμερο για τις εξελίξεις. 2. (ειδ. λογιστ.) ~ λογαριασμός, στον οποίο έχουν καταχωριστεί όλες οι πράξεις και οι μεταβολές που έγιναν.
[λόγ. εν- ημέρ(α) -ος απόδ. γαλλ. à jour]



