Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: Εν
466 items total [411 - 420]
εντομολόγος ο [endomolóγos] Ο18 θηλ. εντομολόγος [endomolóγos] Ο35 : επιστήμονας ειδικός στην εντομολογία.

[λόγ. < γαλλ. entomologue < ento mo(logie) = εντομο(λογία) -logue = -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

εντομοφάγος -ος -ο [endomofáγos] Ε14 : που τρέφεται (κυρίως ή αποκλειστικά) με έντομα: Εντομοφάγα ζώα. Εντομοφάγα φυτά. || (ως ουσ., ζωολ.) τα εντομοφάγα, τάξη θηλαστικών που τρέφονται κυρίως με έντο μα: Ο σκαντζόχοιρος ανήκει στα εντομοφάγα.

[λόγ. < γαλλ. entomo phage < αρχ. ἔντομο(ν) + -phage = -φάγος]

έντονος -η -ο [éndonos] Ε5 : 1.που έχει ένταση, δύναμη: Έντονη φωνή. Έντονα φαινόμενα. Έντονα χρώματα. Έντονο συναίσθημα. Έντονη επιθυμία. ~ πόνος. Έντονες πιέσεις, ισχυρές. Έντονη ζωή, που χαρακτηρίζεται από πολλές δραστηριότητες ή διασκεδάσεις. 2. που γίνεται, εκδηλώνεται με δύναμη, με οξύτητα ή σθένος: Έντονη διαμαρτυρία. Διαμαρτύρεται με ύφος έντονο, σθεναρό και οξύ. Έντονη διαμάχη, οξεία. Έντονη συζήτηση. Έντονες προσπάθειες, εντατικές. || Έντονη ατμόσφαιρα, που έχει οξύτητα, ένταση. έντονα & (λόγ.) εντόνως ΕΠIΡΡ: ~ αισθητή διαφορά, πολύ. Διαμαρτύρονται εντόνως. Διαμαρτυρήθηκε ~.

[λόγ. < αρχ. ἔντονος, ἐντόνως]

εντοπίζω [endopízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.προσδιορίζω ακριβώς τον τόπο στον οποίο βρίσκεται κάποιος ή κτ.· (πρβ. επισημαίνω): Aνιχνευτικό αεροσκάφος εντόπισε τις θέσεις του πυροβολικού. β. διαπιστώνω, συνειδητοποιώ ότι κάποιος ή κτ. υπάρχει ή έχει ορισμένη ιδιότητα: Εντόπισα λάθη στο κείμενο. || (προφ.): Εντόπισα ένα ωραίο φόρεμα και αύριο θα πάω να το αγοράσω. 2. (ιατρ., παθ.) εκδηλώνομαι, με εμφανή και συγκεκριμένο τρόπο, σε ορισμένο όργανο ή τμήμα οργάνου: Οι αλλοιώσεις εντοπίζονται στο βλεννογόνο. 3. περιορίζω κτ. σε ορισμένο τόπο και εμποδίζω την επέκτασή του: Οι πυροσβέστες κατόρθωσαν να εντοπίσουν την πυρκαγιά. H φωτιά εντοπίστηκε χάρη στην έγκαιρη επέμβαση της πυροσβεστικής.

[λόγ. < σπάν. μσν. εντοπίζω < εν- τόπ(ος) -ίζω & σημδ. γαλλ. localiser]

εντόπιος -α -ο [endópios] Ε6 : (λόγ.) ντόπιος, εγχώριος ή, για πρόσωπο, αυτόχθων, γηγενής.

[λόγ. < αρχ. ἐντόπιος `τοπικός, του τόπου΄, ελνστ. οἱ ἐντόπιοι `κάτοικοι της περιοχής, όχι ξένοι΄]

εντοπιότητα η [endopiótita] Ο28 : α.(λόγ.) η ιδιότητα του ντόπιου, του εγχώριου ή, για πρόσωπο, του αυτόχθονα. β. η ιδιότητα του προσώπου που κατοικεί μόνιμα στον τόπο στον οποίο γεννήθηκε ή έχει τα πολιτικά δικαιώματά του. || (ειδικότ.): Kώλυμα εντοπιότητας, η μη δυνατότητα ορισμένων δημόσιων υπαλλήλων να υπηρετήσουν στον τόπο καταγωγής τους. Kριτήριο εντοπιότητας.

[λόγ. εντόπι(ος) -ότης > -ότητα]

εντόπιση η [endópisi] Ο33 : εντοπισμός: Οι εντοπίσεις της νόσου ποικίλλουν.

[λόγ. εντοπι- (εντοπίζω) -σις > -ση]

εντοπισμός ο [endopizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εντοπίζω· εντόπιση. α. προσδιορισμός τόπου, θέσης: Ο ~ των θέσεων του εχθρού. β. (ιατρ.) παθολογικές αλλοιώσεις ή βλάβες που εκδηλώνονται με εμφανή και συγκεκριμένη μορφή σε ορισμένο όργανο ή τμήμα οργάνου. γ. περιορισμός σε τόπο: Δυνατός άνεμος εμπόδιζε την προσπάθεια εντοπισμού της πυρκαγιάς.

[λόγ. εντοπισ- (εντοπίζω) -μός]

εντορμία η [endormía] Ο25 : (λόγ., τεχν.) ειδικός τρόπος σύνδεσης δύο τεμαχίων ξύλου, κατά τον οποίο η κατάλληλα διαμορφωμένη άκρη του ενός σφηνώνεται μέσα σε επίσης κατάλληλα διαμορφωμένη κοιλότητα του άλλου.

[λόγ. εν- αρχ. τόρμ(ος) `κοίλωμα, υποδοχή΄ -ία]

εντός [endós] επίρρ. : (λόγ.) μέσα, κυρίως σε θέση πρόθεσης, με γενική. ANT εκτός, έξω από. α. (τοπ.) μέσα σε ορισμένη περιοχή, τόπο, πραγματικό ή νοητό: ~ των ορίων. ~ πλαισίου. ~ των ορίων του νομού. ΦΡ ~ των τειχών*. || (γεωμ.) γωνίες ~, που σχηματίζονται μεταξύ δύο παράλληλων ευθειών που τέμνονται από τρίτη. ΦΡ ~, εκτός* και επί τα αυτά. β. (χρον.) κατά τη διάρκεια και πριν να λήξει ορισμένο χρονικό διάστημα: ~ δύο λεπτών. ~ της ημέρας. ~ μίας εβδομάδας. ~ προθεσμίας. || (έκφρ.) ~ ολίγου*. ~ μου, μέσα μου.

[λόγ. < αρχ. ἐντός]

< Previous   1... 40 41 [42] 43 44 ...47   Next >
Go to page:Go