Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Εν
466 εγγραφές [11 - 20]
εναίσιμος -ος -ο [enésimos] Ε17 : (λόγ., παρωχ.) μόνο στο ~ διατριβή, η διατριβή που υποβάλλεται σε κάποιο ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα για την απόκτηση του τίτλου του διδάκτορα· διδακτορική διατριβή.

[λόγ. < ελνστ. ἐναίσιμος `που προμηνύει καλό΄ (αρχ. σημ.: `μοιραίος΄) σημδ. νλατ. dissertatio inauguralis]

εναιώρημα το [eneórima] Ο49 : διάλυμα στερεάς ουσίας σε υγρό, που τα μόριά της δεν έχουν διαλυθεί αλλά αιωρούνται.

[λόγ. < αρχ. ἐναιώρημα]

ενάλιος -α -ο [enálios] Ε6 λόγ. θηλ. και εναλία : που βρίσκεται, που υπάρχει μέσα στη θάλασσα· (πρβ. θαλάσσιος, υποθαλάσσιος, υποβρύχιος): ~ κόσμος / πλούτος. Ενάλιοι πόροι Ενάλια ζωή. Ενάλια βάθη. Ενάλιες θεότητες. Ενάλιοι θεοί. Ενάλιες αρχαιότητες. Ενάλια αρχαιολογικά ευρήματα, που τα βρίσκουν στο βυθό της θάλασσας. «Εφορεία Εναλίων Aρχαιοτήτων».

[λόγ. < αρχ. ἐνάλιος & σημδ. γαλλ. maritime]

εναλλαγή η [enalají] Ο29 : η ενέργεια του εναλλάσσω, διαδοχική αλλαγή και αντικατάσταση του ενός από το άλλο: Σταθερή / κανονική / διαρκής ~. H ~ ημέρας και νύχτας. H ~ τονισμένων και άτονων συλλαβών. H ~ των μεγαλύτερων κομμάτων στην εξουσία. || (βιολ.) ~ της ύλης, μεταβολισμός.

[λόγ. < ελνστ. ἐναλλαγή `ανταλλαγή, ποικιλία΄ & σημδ. γαλλ. alternance, alternation]

εναλλακτικός -ή -ό [enalaktikós] Ε1 : 1.που μπορεί να εναλλάσσεται με άλλον ή να χρησιμοποιείται αντί άλλου, ανάλογα με τις περιστάσεις ή τις ανάγκες: Εναλλακτικές προτάσεις / μέθοδοι / λύσεις. Εναλλακτικοί τρόποι. Aναγκάστηκα να δεχτώ τους όρους του, γιατί δεν είχα άλλη εναλλακτική πρόταση. || (ειδικότ.): Εναλλακτικές πηγές ενέργειας, οι πηγές ενέργειας που δε βλάπτουν το περιβάλλον και είναι ανανεώσιμες. Εναλλακτικοί οικολόγοι, που υποστηρίζουν τη χρήση εναλλακτικών πηγών ενέργειας. || (στρατ.) Εναλλακτική θητεία, η εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων ενός ατόμου με υπηρεσία, για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, σε χώρους όπου προσφέρεται κοινωνικό έργο. 2. (συνήθ. για την τέχνη κτλ.) που αμφισβητεί τις καθιερωμένες μορφές και φόρμες: Εναλλακτική ζωγραφική. ~ κινηματογράφος. εναλλακτικά & εναλλακτικώς ΕΠIΡΡ: Λειτουργούν ~, πότε το ένα πότε το άλλο· (πρβ. εναλλάξ).

[λόγ. < ελνστ. ἐναλλακτικός `που μετατρέπεται, ανώμαλος΄ σημδ. γαλλ. alternatif ή αγγλ. alternative· λόγ. εναλλακτικ(ός) -ώς]

εναλλάξ [enaláks] επίρρ. : πότε ο ένας, πότε ο άλλος· μια ο ένας, μια ο άλλος εκ περιτροπής: Συμφώνησαν να επιτηρούν την είσοδο ~, δύο ώρες ο ένας, δύο ο άλλος. || (ειδ. γεωμ.) γωνίες ~, που σχηματίζονται εκατέρωθεν (αριστερά και δεξιά) μιας ευθείας η οποία τέμνει άλλες ευθείες· γωνίες επί τα αυτά μέρη: Οι ~ εσωτερικές γωνίες είναι ίσες, όταν οι τεμνόμενες ευθείες είναι παράλληλες.

[λόγ. < αρχ. ἐναλλάξ]

εναλλασσόμενος -η -ο [enalasómenos] Ε5 : 1α.που έχει στοιχεία, μέρη, φάσεις κτλ. τα οποία εναλλάσσονται μεταξύ τους: Εναλλασσόμενο ρεπερτόριο / δραματολόγιο, που περιλαμβάνει θεατρικά είδη ή έργα τα οποία εναλλάσσονται μεταξύ τους. β. που αντικαθίσταται από άλλον: Εναλλασσόμενες καλλιέργειες. 2. (φυσ.) Εναλλασσόμενο ηλεκτρικό ρεύ μα, του οποίου η φορά αντιστρέφεται περιοδικά.

[λόγ.: 1: μπε. του εναλλάσσω· 2: σημδ. γαλλ. (courant) alternatif ή αγγλ. alternating (current)]

εναλλάσσω [enaláso] -ομαι Ρ2.2 μπε. εναλλασσόμενος* : αντικαθιστώ το ένα με το άλλο, θέτω διαδοχικά και κατ΄ επανάληψη στη θέση του ενός το άλλο: Εναλλάσσει το κωμικό με το τραγικό στοιχείο. || (παθ.) αντικαθίσταμαι από άλλον και τον αντικαθιστώ διαδοχικώς και κατ΄ επανάληψη: Οι φρουροί εναλλάσσονταν κάθε δύο ώρες. Tο τραγικό εναλλάσσεται με το κωμικό. Tετράστιχη στροφή από οχτασύλλαβους και εφτασύλλαβους τροχαϊκούς στίχους που εναλλάσσονται.

[λόγ. < αρχ. ἐναλλάσσω `αντικαθιστώ΄]

ενάμισης μιάμιση ενάμισι [enámisis mnámisi enámisi] αριθμτ. επίθ. : ένας και μισός: ~ χρόνος. Mιάμιση ώρα. Ενάμισι μέτρο. Σε διάστημα ενάμιση χρόνου / μιάμισης ώρας / ενάμισι έτους. || Tι ώρα είναι; - Mιάμιση.

[μσν. *ενάμισης (πρβ. μσν. ανάμισης με υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] ) < ουδ. *ενάμισι -ς· μιά-μιση κατά τα ενάμισης, ενάμισι· μσν. *ενάμισι < *ενάημισι με αποφυγή της χασμ. < ένα + ήμισυ (πρβ. ελνστ. ἑνήμισυ)]

ενάμνιος -α -ο [enámnios] Ε6 : (ανατ.) που βρίσκεται μέσα στο άμνιο· (πρβ. αμνιακός): Ενάμνιο υγρό.

[λόγ. εν- άμνι(ον) -ος]

< Προηγούμενο   1 [2] 3 4 5 ...47   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες