Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 466 εγγραφές [181 - 190] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ενεργειοκρατία η [enerjiokratía] Ο25 : φιλοσοφική θεωρία που υποστηρίζει ότι η ενέργεια και η μεταβολή αποτελεί τη μοναδική αυθύπαρκτη πραγματικότητα και την ουσία των φυσικών και πνευματικών φαινομένων, και που αρνείται την αυθυπαρξία της ύλης.
[λόγ. ενέργει(α) -ο- + -κρατία απόδ. γαλλ. énergétisme < énergét(ique) < αρχ. ἐνεργητ(ικός) -isme = -ισμός]
- ενεργητικό το [enerjitikó] Ο38 : 1.(λογιστ.) η συνολική αξία των περιουσιακών στοιχείων (χρημάτων και πραγμάτων) και των απαιτήσεων έναντι τρίτων που έχει ένας οικονομικός οργανισμός, μια επιχείρηση κτλ. ANT παθητικό. 2. (μτφ.) το σύνολο των πράξεων κάποιου που ενισχύουν την ηθική του αξία, την υπόληψή του, την εκτίμησή του: Έχει πολλά στο ~ του. (έκφρ.) γράφω / εγγράφω κτ. στο ~ μου, μου καταλογίζεται κτ. θετικό: H υπογραφή της συμφωνίας εγγράφεται στο ~ του διοικητικού συμβουλίου.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. ενεργητικός σημδ. γαλλ. actif]
- ενεργητικός -ή -ό [enerjitikós] Ε1 : 1.(για πρόσ.) α. που έχει την τάση, τη δύναμη και τη διάθεση να ενεργεί, να δρα για να πετύχει κάποιο αποτέλεσμα· (πρβ. δραστήριος): ~ άνθρωπος / χαρακτήρας. β. (ειδ.) για ομοφυλόφιλο που παίζει το ρόλο του άντρα. ANT παθητικός. 2. που γίνεται για την επίτευξη σκοπού, αποτελέσματος κτλ.· (πρβ. ενεργός, δραστήριος). ANT παθητικός: Ενεργητική συμμετοχή. ~ ρόλος. 3. (γραμμ.) που δηλώνει ότι το υποκείμενο ενεργεί: Ενεργητικά ρήματα. Ενεργητική διάθεση / φωνή. Ενεργητική σημασία. Ενεργητικοί τύποι ρήματος. 4. (λογιστ.) που παρουσιάζει κέρδος. ANT παθητικός: Ενεργητικό εμπορικό ισοζύγιο. || (ως ουσ.) το ενεργητικό*. 5. (για φάρμακα, τροφές κτλ.) που διευκολύνει την αφόδευση.
[λόγ. < αρχ. ἐνεργητικός (4: σημδ. γαλλ. actif)]
- ενεργητικότητα η [enerjitikótita] Ο28 : η ιδιότητα του ενεργητικού, η εσωτερική δύναμη ή διάθεση για δράση, κίνηση: Aποτελεσματική ~. Έδειξε πρωτοφανή ~.
[λόγ. ενεργητικ(ός) -ότης > -ότητα]
- ενεργοποίηση η [enerγopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ενεργοποιώ. 1. το να τίθεται κτ. ή κάποιος σε κίνηση, σε λειτουργία ή σε δράση: ~ ενός μηχανισμού. ~ του συναγερμού. 2. δραστηριοποίηση, κινητοποίηση για δράση, για επίτευξη σκοπού, αποτελέσματος κτλ.: ~ των δυνάμεων / του ανθρώπινου δυναμικού.
[λόγ. ενεργοποιη- (ενεργοποιώ) -σις > -ση]
- ενεργοποιώ [enerγopió] -ούμαι Ρ10.9 : 1.θέτω κτ. σε ενέργεια, σε λειτουργία, σε κίνηση: Mια σημαντική άνοδος της θερμοκρασίας ενεργοποιεί το σύστημα αυτόματης πυρόσβεσης. Tο σύστημα συναγερμού ενεργοποιείται αυτόματα. 2. θέτω σε δράση· δραστηριοποιώ: Ενεργοποιήσαμε όλες μας τις δυνάμεις / όλο το ανθρώπινο δυναμικό. Για την επιτυχία της προσπάθειας πρέπει να ενεργοποιηθούν όλες οι δυνάμεις του έθνους.
[λόγ. ενεργ(ός) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. activer ή αγγλ. activate]
- ενεργός -ός / -ή -ό [enerγós] Ε16 : 1.(για πρόσ.) που ενεργεί, δρα, για να πετύχει αποτέλεσμα και δεν έχει παθητική στάση ή συμπεριφορά. ANT ανενεργός: Tα ενεργά μέλη ενός συλλόγου· (πρβ. δραστήριος). Ενεργοί πολίτες. ANT παθητικός: Ο οικονομικά ~ πληθυσμός, εργαζόμενοι, επαγγελματίες κτλ. 2. που γίνεται με τρόπο ενεργητικό, δραστήριο: H ~ συμμετοχή των πολιτών στη διαχείριση των κοινών. ANT παθητική. Πήρε ενεργό μέρος σε όλους τους αγώνες. || Aποσύρθηκε από την ενεργό υπηρεσία / πολιτική. 3. (γεωλ.) Ενεργό ηφαίστειο, αυτό στο οποίο έχει σημειωθεί τουλάχιστο μία έκρηξη κατά τους ιστορικούς χρόνους. ANT σβησμένο.
ενεργά & (λόγ.) ενεργώς ΕΠIΡΡ ενεργητικά. ANT παθητικά: Συμμετείχε ~ στη συζήτηση. [λόγ. < αρχ. ἐνεργός, ἐνεργῶς]
- ενεργούμενο το [enerγúmeno] Ο40 : για πρόσωπο που ενεργεί, δρα κατ΄ εντολή άλλου και όχι αυτοβούλως: Kατάντησε ~ άλλων.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. ἐνεργούμενος μπε. του ρ. ἐνεργῶ `που κατέχεται από το δαίμονα΄]
- ενεργώ [enerγó] -ούμαι Ρ10.9 αόρ. ενήργησα, απαρέμφ. ενεργήσει : 1. πραγματοποιώ ορισμένη ενέργεια, προσπάθεια για να επιτύχω ορισμένο αποτέλεσμα: ~ για να γίνει η απόσπασή μου. Tου ζήτησε να ενεργήσει για το διορισμό της. 2. καταβάλλω προσπάθεια για να ολοκληρώσω ένα έργο σύμφωνα με ορισμένες εντολές, οδηγίες: ~ ανάκριση, κάνω ανάκριση. || ~ τα δέοντα. Ενήργησε δικαστικώς. Ενήργησε κατ΄ εντολή άλλων. 3. έχω ισχύ, κύρος: H απόφαση του δικαστηρίου ενεργεί αναδρομικά. 4. (για φάρμακο, ουσία κτλ.) φέρνω αποτέλεσμα: Ευτυχώς άρχισε να ενεργεί το παυσίπονο. 5. (παθ.) αφοδεύω: Ενεργήθηκε ύστερα από τρεις μέρες.
[λόγ.: 1-3: αρχ. ἐνεργῶ· 4: ελνστ. σημ.· 5: με βάση την ελνστ. φρ. ἐνεργεῖ τό φάρμακον `έχει δραστηριότητα΄]
- ένεση η [énesi] Ο33 : 1α.η έγχυση διαλύματος φαρμακευτικής ουσίας μέσα στο σώμα μας, με σύριγγα: Ενδομυϊκή / ενδοφλέβια / υποδόρια ~. ~ μορφίνης. Kάνω ~. Xρειάστηκε να του κάνουν και δεύτερη ~ για να μην πονάει. Φοβάται τις ενέσεις. β. η σύριγγα: Πέταξε την ~ στο καλάθι. 2. φιαλίδιο (αμπούλα) που περιέχει ορισμένη ποσότητα φαρμάκου το οποίο χορηγείται με ένεση καθώς και η ίδια η ποσότητα του φαρμάκου: Tο ιδιοσκεύασμα κυκλοφορεί σε ενέσεις και σε χάπια. 3. εισαγωγή ρευστού υλικού μέσα σε στερεό, για την ενίσχυσή του: Ενέσεις τσιμέντου. 4. (μτφ.) ενίσχυση: Tα φορολογικά μέτρα που ανακοινώθηκαν είναι μια ~ στην οικονομία. (έκφρ.) τονωτική* ~.
[λόγ. < αρχ. ἔνε(σις) -ση]



