Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ελ
261 εγγραφές [31 - 40]
ελαιώνας ο [eleónas] Ο2 : έκταση γης φυτεμένη με ελιές.

[λόγ. < ελνστ. ἐλαιών, αιτ. -ῶνα]

ελαμικός -ή -ό [elamikós] & ελαμιτικός -ή -ό [elamitikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην αρχαία ασιατική χώρα του Ελάμ ή στο λαό της, τους Ελαμίτες: ~ πολιτισμός. Ελαμιτική τέχνη / γλυπτική.

[λόγ. < ελνστ. όν. χώρας Ἐλάμ (ανατολ. προέλ.) -ικός· λόγ. < ελνστ. \\Ελαμίτ(ης) -ικός]

ελάνκα το [eláŋka] Ο (άκλ.) : είδος ελαστικής συνθετικής υφαντικής ίνας. || (ως επίθ.) για ύφασμα ή για ένδυμα από τέτοιες ίνες.

[λόγ. < αγγλ. Helanca σήμα κατατ.]

έλαση η [élasi] Ο33 : (τεχν.) η μηχανουργική κατεργασία, με σφυρηλάτηση ή εφελκυσμό, στην οποία υποβάλλεται κομμάτι ή μάζα μετάλλου για να πάρει μορφή ελάσματος, κατάλληλη για ορισμένη χρήση· ελασματοποίηση: Ψυχρή / θερμή ~. ~ χάλυβα.

[λόγ. < αρχ. ἔλα(σις) `διώξιμο, εκστρατεία΄ -ση με αλλ. της σημ. κατά τη λ. έλασμα που έχει ίδ. ετυμ. (< ἐλαύνω)]

ελάσιμος -η -ο [elásimos] Ε5 : (φυσ., τεχν., για μέταλλο) που έχει την ιδιότητα να σφυρηλατείται ή να μετατρέπεται σε έλασμα· ελατός· (πρβ. όλκιμος): Ελάσιμο κράμα.

[λόγ. έλασ(ις) -ιμος]

ελασίτης ο [elasítis] Ο10 θηλ. ελασίτισσα [elasítisa] Ο27 : μέλος της ελληνικής αντιστασιακής οργάνωσης ΕΛAΣ (Ελληνικός Λαϊκός Aπελευθερωτικός Στρατός) κατά το β' παγκόσμιο πόλεμο· (πρβ. αντιστασιακός, εαμίτης, παρτιζάνος).

[αρκτικόλ. ΕΛAΣ -ίτης· ελασίτ(ης) -ισσα]

έλασμα το [élazma] Ο49 : 1. πεπλατυσμένο κομμάτι μετάλλου, κομμάτι μεταλλικού φύλλου· (πρβ. λάμα). 2. (ειδ. τεχν.) φύλλο ή πλάκα από μέταλλο το οποίο έχει υποστεί έλαση· (πρβ. λαμαρίνα): Λειασμένα / κυματοειδή ελάσματα. Γαλβανισμένο ~. Επικασσιτερωμένο ~, λευκοσίδηρος, τενεκές. 3. (βοτ.) το πλατύ μέρος του φύλλου των φυτών.

[λόγ. < ελνστ. ἔλασμα]

ελασμάτινος -η -ο [elazmátinos] Ε5 : κατασκευασμένος από έλασμα (από κομμάτι μετάλλου που έχει υποστεί έλαση) και όχι από χυτό μέταλλο: ~ δίσκος.

[λόγ. ελασματ- (έλασμα) -ινος]

ελασματοποίηση η [elazmatopíisi] Ο33 : (τεχν.) η μηχανουργική κατεργασία στην οποία υποβάλλεται κομμάτι ή μάζα μετάλλου για να πάρει μορφή ελάσματος, κατάλληλη για ορισμένη χρήση· έλαση.

[λόγ. ελασματ- (έλασμα) -ο- + -ποίη(σις) -ση απόδ. γαλλ. laminage]

ελασματουργείο το [elazmaturjío] Ο39 : εργαστήριο ή εργοστάσιο παραγωγής ελασμάτων (και άλλων προϊόντων έλασης).

[λόγ. ελασματ- (έλασμα) + -ουργείον]

< Προηγούμενο   1 2 3 [4] 5 6 ...27   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες