Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ελ
261 εγγραφές [251 - 260]
ελονοσία η [elonosía] Ο25 : λοιμώδης ενδημική νόσος που οφείλεται στην παρουσία στα ερυθρά αιμοσφαίρια ορισμένων παρασίτων (πλασμώδια της ελονοσίας), μεταδίδεται στον άνθρωπο από τον ανωφελή κώνωπα και χαρακτηρίζεται από πυρετικούς παροξυσμούς· (πρβ. θέρμες, μαλάρια).

[λόγ. ελο- + νόσ(ος) -ία απόδ. γαλλ. paludisme]

ελονοσιακός -ή -ό [elonosiakós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην ελονοσία: Ελονοσιακή προσβολή / μόλυνση.

[λόγ. ελονοσί(α) -ακός]

έλος το [élos] Ο46 : εδαφική έκταση που καλύπτεται από αβαθή και λιμνάζοντα νερά μέσα στα οποία υπάρχουν γεώδεις και φυτικές ύλες· (πρβ. βάλτος, τέλμα).

[λόγ. < αρχ. ἕλος]

ελοχαρής -ής -ές [eloxarís] Ε10 : (για ζώα ή φυτά) που του αρέσει να ζει σε έλη· ελόβιος.

[λόγ. ελο- + -χαρής]

ελπίδα η [elpiδa] Ο26 : α.η σχετική ή απόλυτη βεβαιότητα ότι θα συμβεί κτ. καλό (επιθυμητό, ευχάριστο, ωφέλιμο κτλ.): Έχω την ~ ότι θα επιτύχουμε, ελπίζω. Kαμιά ~ σωτηρίας δεν έχουν / δεν υπάρχει. Γλυκιά / τελευταία / μάταιη ~. Aναθερμαίνω / ανανεώνω την ~. Διαψεύδεται η ~. Aναπτερώνονται οι ελπίδες μου. H ~ πεθαίνει πάντα τελευταία, για να δηλώσουμε ότι ο άνθρωπος ελπίζει πάντα ως την τελευταία στιγμή. || ό,τι ελπίζει, προσδοκά κάποιος: Φρούδες ελπίδες, μάταιες, ανώφελες. Mας μίλησε για τις ελπίδες και τα όνειρά του. (έκφρ.) παρ΄ ~, απροσδόκητα. πάμε στο άγνωστο με βάρκα* την ~. β. το πρόσωπο ή το πράγμα από το οποίο ελπίζει κάποιος κτ.: Εσύ είσαι η ~ της ζωής μου. Tελευταία του ~ ήταν η κληρονομιά του θείου του / το λαχείο. || (αθλ.): Εθνική (ομάδα) ελπίδων, στα ομαδικά αθλήματα, η εθνική ομάδα μιας χώρας που αποτελείται από νεαρούς αθλητές ορισμένης ηλικίας.

[μσν. ελπίδα < αρχ. ἐλπίς, αιτ. -ίδα]

ελπιδοφόρος -α -ο [elpiδofóros] Ε4 : που φέρνει, εμπνέει ελπίδα: Ελπιδοφόρο μήνυμα / άγγελμα. Ελπιδοφόρες ειδήσεις / προσπάθειες. || ~ νέος, που έχει ελπίδες, φέρελπις.

[λόγ. < ελνστ. ἐλπιδοφόρος]

ελπίζω [elpízo] Ρ2.1α αόρ. και ήλπισα, απαρέμφ. ελπίσει : 1α.είμαι, λίγο ή πολύ, βέβαιος ότι κτ. ευχάριστο ή επιθυμητό θα πραγματοποιηθεί: ~ ότι θα επιστρέψω. ~ να τελειώσω σύντομα. Ήλπισε πως όλα θα πάνε καλά. β. είμαι, λίγο ή πολύ, βέβαιος ότι δε θα συμβεί κτ. δυσάρεστο ή κακό: ~ να μην αργήσεις, εύχομαι. Ήλπιζε ότι δε θα ήταν κτ. σοβαρό. 2. βασίζομαι σε κπ. ή σε κτ. για την επιτυχία ή την πραγματοποίηση κάποιου καλού: Ελπίζει στη βοήθεια των φίλων. Ελπίζουν στο Θεό.

[αρχ. ἐλπίζω]

έλυτρο το [élitro] Ο40 : α.(ανατ.) προστατευτικό περίβλημα διάφορων οργάνων: Tο ορογόνο ~ των τενόντων. β. (ζωολ.) οι αποσκληρωμένες πτέρυγες ορισμένων εντόμων, κάτω από τις οποίες διπλώνονται οι κυρίως πτέρυγες. γ. (ναυτ., σε παλιά ατμόπλοια) ύφασμα με το οποίο καλύπτονταν μέρη και εξαρτήματα του πλοίου, για να προστατευτούν από τον καπνό.

[λόγ.: α, β: αρχ. ἔλυτρον· γ: σημδ. γαλλ. étui]

ελώδης -ης -ες [elóδis] Ε11 : α.(για τόπο) που έχει έλη, που καλύπτεται, που είναι γεμάτος από έλη· βαλτώδης: Ελώδεις εκτάσεις / περιοχές. ~ χώρα. Ελώδες έδαφος. β. αντί του ελογενής: Ελώδες αέριο. ~ πυρετός.

[λόγ. < αρχ. ἑλώδης]

εν- [en], πριν από φωνήεν ή οδοντικό ή συριστικό σύμφωνο ή [n] & εμ- [em], πριν από χειλικό σύμφωνο ή [m] & εγ- [eŋ], πριν από υπερωικό σύμφωνο & ελ- [el], πριν από [l] & ερ- [er] συχνά, πριν από [r] & έν- [én], έμ- [ém], έγ- [éŋ], έλ- [él], έρ- [ér] αντίστοιχα, όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα : η λόγια πρόθεση εν ως πρόθημα για τη δήλωση ποικίλων επιρρηματικών σχέσεων. I. δηλώνει συνήθ. τόπο. 1. μέσα σε αυτό που εκφράζει ή συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: εγκιβωτίζομαι, εγκλωβίζω, ελλιμενίζομαι, εναποθηκεύω, ενσταλάζω· εναποθήκευση· ενδημικός. || χρονικά: εμπρόθεσμος. 2. ανάμεσα σε: ενσωματώνω, εντάσσω· ένταξη. || μεταξύ αυτών που εκφράζει ή συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: εμφύλιος. 3. επάνω σε: ενθρονίζω. II. σε προσδιοριστικά επίθετα και τα παράγωγά τους δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο: 1. γίνεται ή εμφανίζεται με τον τρόπο που εκφράζει ή συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: έμμισθος, έμπρακτος, ένδικος, έντεχνος (π.χ. εμπύρετο νόσημα, νόσημα που συνοδεύεται από πυρετό). || ένρινος και έρρινος· ενρινότητα και ερρινότητα. 2. έχει αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: έγχορδος, έλλογος, έμπειρος, έμψυχος, ενάρετος, ένοπλος. 3. (επιτατικά) χαρακτηρίζεται από την ύπαρ ξη σε μεγάλο βαθμό του στοιχείου που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: έναστρος· εναγώνιος, εμπαθής, ένθερμος. III. χωρίς να έχει στα νέα ελληνικά κάποια εμφανή σημασία: ενισχύω, ενδιαφέρομαι, ενοχλώ, ελλείπω· ενοχή, ενόχληση.

[λόγ. < αρχ. ἐν- (και ἐμ-, ἐγ-, ἐλ-, ἐρ- ανάλογα με το σύμφ. που ακολουθεί) < πρόθ. ἐν `μέσα σε΄ ως α' συνθ.: αρχ. ἐμ-βαίνω (δες μπαίνω), ἐν-υπάρχω, ἐμ-πνέω, ἐγ-χαράσσω, ἐν-σωματῶ, ἐν-άλιος & διεθ. en- < αρχ. ἐν-: εν-τροπία < en- + -tropy & μτφρδ.: έμ-φραγμα < νλατ. infarctus, εν-αποθηκεύω < γαλλ. emmagasiner· το α' συνθ. περιορίστηκε σε λειτουργία προθήματος και στη σημερ. μορφή της γλ. τα περισσότερα παράγωγα δεν αναλύονται πια]

< Προηγούμενο   1... 23 24 25 [26] 27   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες