Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ελ
261 εγγραφές [241 - 250]
ελλοβόκαρπα τα [elovókarpa] Ο40 : κατηγορία δικοτυλήδονων φυτών των οποίων τα σπέρματα περικλείονται σε λοβό (π.χ. φασόλι, αρακάς κτλ.).

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του ελνστ. επιθ. ἐλλοβόκαρπος]

ελλόγιμος -η -ο [elójimos] Ε5 : (παρωχ., λόγ.) ως φιλοφρονητική προσηγορία ανθρώπου των γραμμάτων, λογίου· συνήθ. στον υπερθετικό βαθμό: Ελλογιμότατε κύριε…

[λόγ. < ελνστ. ἐλλόγιμος `εύγλωττος΄, αρχ. σημ.: `σεβάσμιος΄]

έλλογος -η -ο [éloγos] Ε5 : (λόγ.) που έχει λόγο (νόηση και γλώσσα). ANT άλογος: Ο άνθρωπος, το μόνο έλλογο ον. || (για ενέργεια, διάθεση) που πηγάζει από το λόγο, από τη νόηση· (πρβ. λελογισμένος, συνετός): Έλλο γο θάρρος.

[λόγ. < αρχ. ἔλλογος]

ελλοχεύω [eloxévo] Ρ5.1α : (λόγ.) καραδοκώ, παραμονεύω. || (συνήθ. μτφ.) για κακό που κρύβεται, υπάρχει σε λανθάνουσα κατάσταση, αλλά είναι έτοιμο να εκδηλωθεί: Πίσω από τη φαινομενική γαλήνη ελλοχεύουν σοβαρότατοι κίνδυνοι.

[λόγ. < αρχ. ἐλλοχ(ῶ) μεταπλ. -εύω κατά το παραμονεύω(;)]

έλμινθα η [élminθa] Ο28 : ονομασία κάθε είδους σκώληκα που ζει παρασιτικά στο έντερο του ανθρώπου ή των ζώων.

[λόγ. < αρχ. ἕλμινς, αιτ. -ινθα]

ελμινθίαση η [elminθíasi] Ο33 : (ιατρ.) παρασιτική νόσος που οφείλεται στην παρουσία ελμίνθων στον ανθρώπινο ή σε ζωικό οργανισμό.

[λόγ. < γαλλ. helminthiase < αρχ. ἐλμινθ- (δες έλμινθα) + -iase = -ία(σις) -ση]

έλξη η [élksi] Ο31 : 1.(φυσ.) η δύναμη που τείνει να φέρει σε επαφή δύο φυσικά σώματα ή που κρατά σε επαφή τα μόρια ενός σώματος: Παγκόσμια ~. Nόμος της παγκόσμιας έλξης του Nεύτωνα. Mαγνητική / μοριακή ~. 2α. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του έλκω, του τραβώ· τράβηγμα, ελκυσμός: ~ οχήματος. || (ειδ. γυμν.) άσκηση κατά την οποία ο γυμναζόμενος πιάνεται από οριζόντια δοκό που βρίσκεται πάνω από το ύψος των χεριών του και τραβά το βάρος του σώματός του προς τα πάνω. β. (μτφ.) δύναμη, ικανότητα κάποιου να προσελκύει· (πρβ. γοητεία): Aσκεί επάνω του έντονη ~. || Πόλος* έλξης. γ. (γραμμ.) σχήμα έλξης, κατά το οποίο ένας όρος πρότασης εκφέρεται όχι όπως απαιτεί το νόημα ή η σειρά του λόγου, αλλά σε συντακτική συμφωνία με άλλον: Προχωρητική* / οπισθοχωρητική* ~.

[λόγ. < αρχ. ἕλξις `τράβηγμα, δύναμη έλξης΄ (-σις > -ση) & σημδ. γαλλ. attraction]

ελο- [elo] & ελό- [eló], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : (επιστ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· με αναφορά στο έλος, συνήθ. ως κατάλληλο φυσικό περιβάλλον για ζώα ή φυτά: ελόβιος, ~γενής, ~χαρής. || (ιατρ.) ~φυματίωση.

[λόγ. < αρχ. ἑλο- θ. του ουσ. ἕλο(ς) ως α' συνθ.: αρχ. ἑλο-νόμος `που ζει σε έλη΄]

ελόβιος -α -ο [elóvios] Ε6 : που ζει και αναπτύσσεται σε έλη· ελοχαρής: Ελόβια πτηνά / ζώα / φυτά. || (ως ουσ.) τα ελόβια, τάξη φυτών και τάξη πτηνών που ζουν στα έλη.

[λόγ. ελο- + -βιος]

ελογενής -ής -ές [elojenís] Ε10 : που δημιουργείται σε έλη, που οφείλεται στην ύπαρξη ελών· ελειογενής· (πρβ. ελώδης): ~ πυρετός, της ελονοσίας, της μαλάριας κτλ.

[λόγ. ελο- + -γενής (πρβ. ελνστ. ἑλειογενής ίδ. σημ.)]

< Προηγούμενο   1... 23 24 [25] 26 27   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες