Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ελ
261 εγγραφές [231 - 240]
ελληνοραφείο το [elinorafío] Ο39 : (παρωχ.) το εργαστήριο του ελληνοράφτη.

[λόγ. ελληνο- + ραφείον]

ελληνοράφτης ο [elinoráftis] Ο10 : (παρωχ., σε αντιδιαστολή προς το φραγκοράφτης) ράφτης παραδοσιακών ελληνικών ενδυμασιών.

[λόγ. ελληνο- + ράπτης με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] για προσαρμ. στη δημοτ.]

ελληνορθόδοξος -η -ο [elinorθóδoksos] Ε5 : που είναι ταυτόχρονα ελληνικός και ορθόδοξος: H ελληνορθόδοξη εκκλησία του Παρισιού.

[λόγ. ελλην(ο)- + ορθόδοξος]

ελληνορωμαϊκός -ή -ό [elinoromaikós] Ε1 : που είναι ελληνικός και ρωμαϊκός, που ανήκει στους αρχαίους Έλληνες και στους Ρωμαίους. α. Ελληνορωμαϊκή περίοδος της ιστορίας, κατά την οποία η αρχαία Ρώμη είχε επιβάλει την πολιτική και στρατιωτική της εξουσία στην Ελλάδα και οι Έλληνες το δικό τους πολιτισμό στους Ρωμαίους (περίπου από τον 1ο π.X. ως τον 4ο μ.X. αι.): Ελληνορωμαϊκοί χρόνοι / αιώνες. ~ πολιτισμός. Ελληνορωμαϊκή τέχνη. Ελληνορωμαϊκά μνημεία. || (αθλ.) Ελληνορωμαϊκή πάλη και ως ουσ. η ελληνορωμαϊκή, πάλη στην οποία χρησιμοποιούνται μόνο τα χέρια και απαγορεύονται οι λαβές με τα πόδια καθώς και οι λαβές από τη μέση και κάτω. β. που αναφέρεται (χωρίς χρονικούς περιορισμούς) σε όλον τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και στο ρωμαϊκό: Οι ελληνορωμαϊκές ρίζες του ευρωπαϊκού πολιτισμού.

[λόγ. ελληνο- + ρωμαϊκός μτφρδ. αγγλ. greco-roman]

ελληνόφωνος -η -ο [elinófonos] Ε5 : (πρβ. ελληνόγλωσσος) (για άτομα ή σύνολα) που έχει ως μητρική του γλώσσα την ελληνική (ανεξάρτητα από την προέλευση ή την καταγωγή που μπορεί να είναι ή να μην είναι ελληνική): Οι ελληνόφωνοι κάτοικοι / πληθυσμοί του Πόντου / της N. Iταλίας. Οι ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι της Θράκης. || (ως ουσ.) ο ελληνόφωνος. || για τόπο που κατοικείται από ελληνόφωνους: Οι ελληνόφωνες περιοχές του Πόντου. Tα ελληνόφωνα χωριά της Kάτω Iταλίας. || που χρησιμοποιεί ελληνική γλώσσα (ομιλία): Ελληνόφωνη εκπομπή. ~ ραδιοφωνικός σταθμός. Ελληνόφωνη ραδιοφωνία.

[λόγ. ελληνο- + -φωνος κατά το αρχ. βαρβαρόφωνος `που μιλάει ξένη γλώσσα΄]

ελληνοχριστιανικός -ή -ό [elinoxristxanikós & elinoxrist(ia)nikós] Ε1 : που προέρχεται από τη σύζευξη στοιχείων της (αρχαίας) ελληνικής και της χριστιανικής παράδοσης: ~ πολιτισμός. Ελληνοχριστιανική παιδεία / παράδοση. Ελληνοχριστιανικό πνεύμα.

[λόγ. ελληνο- + χριστιανικός]

ελληνοχριστιανισμός ο [elinoxristxanizmós & elinoxrist(ia)nizmós] Ο17 : η σύνθεση της αρχαίας ελληνικής πολιτιστικής και πνευματικής παράδοσης και του χριστιανισμού: Tα ιδανικά του ελληνοχριστιανισμού.

[λόγ. ελληνοχριστιαν(ικός) -ισμός]

ελλιμενίζομαι [elimenízome] Ρ2.1β : (λόγ., για πλοίο κτλ. και επιβάτες του) είμαι, παραμένω αγκυροβολημένος σε λιμάνι· προσορμίζομαι, αρά ζω: Ελλιμενισμένα σκάφη.

[λόγ. < ελνστ. ἐλλιμενίζω, αρχ. σημ.: `επιβάλλω τέλη λιμανιού΄ μέσο κατά το προσορμίζομαι]

ελλιμενισμός ο [elimenizmós] Ο17 : (λόγ.) είσοδος και παραμονή σε λιμάνι· άραγμα: Άδεια ελλιμενισμού.

[λόγ. ελλιμενισ- (ελλιμενίζομαι) -μός]

ελλιπής -ής -ές [elipís] Ε10 : που δεν είναι πλήρης, ολοκληρωμένος· που έχει ελλείψεις· λειψός: ~ μόρφωση. ~ κατάλογος. ελλιπώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἐλλιπής, ἐλλιπῶς]

< Προηγούμενο   1... 22 23 [24] 25 26 27   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες