Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 261 εγγραφές [191 - 200] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- έλλειμμα το [élima] Ο49 : το ποσό, σε χρήμα ή σε είδος, που λείπει από εκείνο το οποίο έπρεπε να υπάρχει ή προβλεπόταν ότι θα υπάρξει. ANT πλεόνασμα: Ο ταμίας έχει ~. Tο ταμείο παρουσιάζει / έχει ~. Yπάρχει ~ στην αποθήκη. Tα ελλείμματα του κρατικού προϋπολογισμού. Έχω ~ εκατό δραχμών. Kαλύπτω ένα ~. ~ ταμείου ή ταμειακό ~, όταν τα υπάρχοντα μετρητά είναι λιγότερα από αυτά που αναφέρονται στο λογιστικό βιβλίο του ταμείου. ~ δημόσιου τομέα, όταν οι εισπράξεις είναι μικρότερες από τις δαπάνες. ~ ισοζυγίου εξωτερικών πληρωμών, όταν οι πληρωμές σε συνάλλαγμα είναι μεγαλύτερες από τις συναλλαγματικές εισπράξεις.
[λόγ. < αρχ. ἔλλειμμα `ελάττωμα΄ σημδ. ιταλ. manco ή μέσω του γερμ. Manko]
- ελλειμματικός -ή -ό [elimatikós] Ε1 : (οικον.) για λογιστικό λογαριασμό που έχει, που παρουσιάζει έλλειμμα. ANT πλεονασματικός: ~ προϋπολογισμός. Ο ~ δημόσιος τομέας. Ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο.
[λόγ. ελλειμματ- (έλλειμμα) -ικός]
- ελλειπτικός 1 -ή -ό [eliptikós] Ε1 : που έχει το γεωμετρικό σχήμα της έλλειψης: Ελλειπτική τροχιά. Ελλειπτικό πεδίο.
ελλειπτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < γαλλ. elliptique < νλατ. ellipticus (στη νέα σημ.) < ελνστ. ἔλλειψις (δες έλλειψη 1) με βάση το ελνστ. ἐλλειπτικός (δες ελλειπτικός 2) (-ique = -ικός)]
- ελλειπτικός 2 -ή -ό : 1.(γραμμ.) που χαρακτηρίζεται από την απουσία ορισμένων μορφολογικών στοιχείων ή τύπων: Ελλειπτικά ονόματα / ρήματα. Tο ουσιαστικό “πρωί” είναι ελλειπτικό· στη γενική του ενικού αριθμού και στον πληθυντικό δανείζεται τους τύπους από το “πρωινό”. || που χαρακτηρίζεται από την απουσία ορισμένων συντακτικών στοιχείων: Ελλειπτική πρόταση. 2. (για λόγο, ύφος κτλ.) που συνειδητά παραλείπει ό,τι θεωρεί περιττό, που χαρακτηριστικό του είναι το σχήμα της έλλειψης: ~ λόγος. Ελλειπτική φράση / έκφραση.
[λόγ. < ελνστ. ἐλλειπτικός]
- ελλειπτικότητα η [eliptikótita] Ο28 : η ιδιότητα του ελλειπτικού λόγου, κειμένου κτλ.: H ~ μιας περιγραφής / μιας αφήγησης.
[λόγ. ελλειπτικ(ός) 2 -ότης > -ότητα]
- ελλείπω [elípo] Ρ (μόνο στον ενεστ.) : (λόγ.) λείπω από κάπου, δε βρίσκομαι στην αναμενόμενη θέση: Ελλείπει η αρχή του χειρογράφου.
[λόγ. < αρχ. ἐλλείπω]
- ελλείπων -ουσα -ον [elípon] Ε12 : (λόγ.) που ελλείπει, που δε βρίσκεται στην αναμενόμενη θέση: Tο ελλείπον τμήμα του χειρογράφου.
[λόγ. < αρχ. ἐλλείπων μεε. του ἐλλείπω]
- ελλείψει [elípsi] επίρρ. : (με γεν.) επειδή δεν υπάρχει κτ., εξαιτίας της έλλειψης κάποιου παράγοντα: Tο έργο έμεινε ημιτελές, ~ οικονομικών πόρων. Tο προτιμώ, ~ άλλου καλύτερου.
[λόγ. < αρχ. ἐλλείψει, δοτ. της λ. ἔλλειψις (δες έλλειψη 2) σημδ. γαλλ. manque de]
- έλλειψη 1 η [élipsi] Ο33 : (γεωμ.) κλειστή καμπύλη γραμμή που χαρακτηρίζεται από το σταθερό άθροισμα των αποστάσεων κάθε σημείου της από δύο σταθερά σημεία που ονομάζονται εστίες: Γεωμετρική ~. Στο ηλιακό σύστημα οι τροχιές των πλανητών γύρω από τον ήλιο είναι ελλείψεις.
[λόγ. < νλατ. ellipsis < ελνστ. ἔλλειψις `κωνική τομή΄ (-σις > -ση)]
- έλλειψη 2 η : 1.το να μην υπάρχει, καθ΄ ολοκληρία ή εν μέρει, κτ. το αναγκαίο: Παντελής / μερική ~. α. (για πργ.): ~ οικονομικών πόρων. ~ χρημάτων / τροφίμων / φαρμάκων. H τεχνητή ~ πετρελαίου προκαλεί αύξηση της τιμής του. β. ανεπάρκεια, απουσία προσόντων: ~ πείρας / γνώσεων. ~ αγωγής / ανατροφής / μόρφωσης / ικανοτήτων / θάρρους. γ. (συνήθ. πληθ.) ό,τι δεν υπάρχει, δεν έχει γίνει ή δεν έχει αποκτηθεί: Προσπάθησε να συμπληρώσει τις ελλείψεις του στα μαθηματικά, όσα δεν έμαθε. Tο σπίτι έχει ακόμα κάποιες ελλείψεις, έχει ακόμα κατασκευαστικές και άλλες ατέλειες. || ελλείψει* επίρρ. 2. (γραμμ.) η παράλειψη, στο λόγο, ορισμένων συστατικών στοιχείων μιας πρότασης, τα οποία εννοούνται εύκολα από τα συμφραζόμενα. ANT πλεονασμός, επανάληψη: H ~ είναι βασικό δομικό χαρακτηριστικό του προφορικού λόγου και ιδιαίτερα του διαλόγου. Ο γενικός όρος «σχήμα έλλειψης» καλύπτει τη βραχυλογία, το σχήμα εξ αναλόγου ή εξ αντιθέτου και το ζεύγμα.
[λόγ.: 1: αρχ. ἔλλειψις (-σις > -ση) `το λιγότερο απ΄ το κανονικό, ανεπάρκεια΄ & σημδ. γαλλ. manque· 2: ελνστ. σημ.]



