Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 261 εγγραφές [181 - 190] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- έλκω [élko] -ομαι Ρ (συνήθ. στο ενεστ. θ.) : 1.σέρνω, τραβώ κτ. (προς το μέρος μου ή πίσω μου και προς την κατεύθυνση προς την οποία κινούμαι). ANT ωθώ, απωθώ, σπρώχνω: H μηχανή έλκει το όχημα, το τραβάει, το σέρνει πίσω της, το ρυμουλκεί. || «Έλξατε», επιγραφή σε εισόδους που ειδοποιεί για το πώς ανοίγει η πόρτα. || (λόγ. έκφρ.) ~ την καταγωγή, κατάγομαι: Έλκει την καταγωγή από παλαιά βασιλική οικογένεια. 2. (φυσ.) ασκώ έλξη: Tα ομώνυμα ηλεκτρικά φορτία απωθούνται ενώ τα ετερώνυμα έλκονται. Ο μαγνήτης έλκει το σίδηρο. 3. (μτφ.) ελκύωβ.
[λόγ. < αρχ. ἕλκω `τραβώ, προσελκύω΄]
- ελκώδης -ης -ες [elkóδis] Ε11 : (ιατρ.) όμοιος με έλκος ή γεμάτος έλκη.
[λόγ. < αρχ. ἑλκώδης]
- έλκωμα το [élkoma] Ο49 : (ιατρ.) τραύμα που έγινε έλκος.
[λόγ. < ελνστ. ἕλκωμα, αρχ. σημ.: `πληγή΄]
- έλκωση η [élkosi] Ο33 : σχηματισμός έλκους ή ελκών.
[λόγ. < αρχ. ἕλ κω(σις) -ση]
- ελλαδικός -ή -ό [elaδikós] Ε1 : 1.που ανήκει ή αναφέρεται στην Ελλάδα ως κράτος, στο γεωγραφικό χώρο της ελληνικής επικράτειας, σε αντιδιαστολή προς τον ελληνικό άλλης, έξω από τα όρια της Ελλάδας, περιοχής: Kυπριακές και ελλαδικές οργανώσεις. Όλος ο ελληνισμός, ο ~, ο κυπριακός και ο απόδημος. 2. (αρχαιολ., ιστ.) που αναφέρεται στην περίοδο της χαλκοκρατίας στην ηπειρωτική Ελλάδα· (πρβ. πρωτοελλαδικός, μεσοελλαδικός, υστεροελλαδικός).
[λόγ. < αρχ. ῾Ελλαδικός (σπάν.) για διάκρ. από το ελληνικός]
- Ελλαδίτης ο [elaδítis] Ο10 θηλ. Ελλαδίτισσα [elaδítisa] Ο27 : Έλληνας που κατοικεί στο χώρο της ελληνικής επικράτειας ή κατάγεται από αυτόν (σε αντιδιαστολή προς τους Έλληνες άλλων γεωγραφικών περιοχών): Στην Kύπρο σκοτώθηκαν και Ελλαδίτες. || (ως επίθ.): Ελλαδίτες εθελοντές πολέμησαν στο πλευρό των Kυπρίων.
[λόγ. Ελλαδ- (Ελλάδα < αρχ. Ἑλλάς, αιτ. -άδα) -ίτης κατά το ελλαδικός για διάκριση από το Έλληνας· λόγ. Ελλαδίτ(ης) -ισσα]
- έλλαμψη η [élampsi] Ο33 : (λόγ.) φωτισμός, λάμψη της ψυχής από θεϊκό φως, από θεϊκή δύναμη.
[λόγ. < ελνστ. ἔλλαμψις (-σις > -ση)]
- ελλανοδίκης ο [elanoδíkis] Ο10 : 1.(ιστ.) στην αρχαία Ελλάδα επόπτης και κριτής αθλητικών αγώνων (στην Ολυμπία, Nεμέα κτλ.). 2. μέλος ελλανοδίκου επιτροπής (σε αθλητικούς, καλλιτεχνικούς κτλ. αγώνες).
[λόγ. εν. < αρχ. (δωρ. διάλ.) πληθ. ῾Ελλανοδίκαι]
- ελλανόδικος -ος / -η -ο [elanóδikos] Ε17 : (λόγ.) ~ επιτροπή, η κριτική επιτροπή αγώνων αθλητικών αλλά και πνευματικών, καλλιτεχνικών κ.ά.
[λόγ. ελλανο(δίκης) -δικος μορφολ. σφαλερή δημιουργία γιατί το αρχ. β' συνθ. -δικος (< δίκη) έχει παθ. σημ.]
- ελλέβορος ο [elévoros] Ο20 : πολυετές και δηλητηριώδες χόρτο που η λαϊκή ιατρική το χρησιμοποιούσε για τις φαρμακευτικές, θεραπευτικές και πραϋντικές ιδιότητές του κατά της παραφροσύνης.
[λόγ. < αρχ. ἑλλέβορος]



