Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 261 εγγραφές [141 - 150] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ελεφαντίνη η [elefandíni] Ο30 : (ιατρ.) ουσία των δοντιών που αποτελεί τον κύριο ιστό τους· οδοντίνη.
[λόγ. ελεφαντ- (ελέφαντας)β -ίνη κατά το οδοντίνη μτφρδ. γαλλ. ivoire des dents]
- ελεφάντινος -η -ο [elefándinos] Ε5 : 1.που ανήκει σε ελέφαντα. 2. που είναι κατασκευασμένος από ελεφαντοστό· φιλντισένιος.
[λόγ. < αρχ. ἐλεφάντινος]
- ελεφαντόδετος -η -ο [elefandóδetos] Ε5 : που είναι κοσμημένος με ποικίλματα από ελεφαντόδοντο· ελεφαντοκόλλητος: Ελεφαντόδετη ποιμαντορική ράβδος.
[λόγ. < αρχ. ἐλεφαντόδετος]
- ελεφαντόδοντο το [elefandóδondo] Ο41 : 1.ο χαυλιόδοντας του ελέφαντα. 2. κόκαλο από ελεφαντόδοντο, ως υλικό για την κατασκευή κομψοτεχνημάτων· ελεφαντοκόκαλο, ελεφαντοστό, φίλντισι, ελέφανταςβ.
[λόγ. ελεφαντ- (ελέφαντας)β -ο- + δόντ(ι) -ο, προσαρμ. στη δημοτ. του λόγ. ελεφαντόδους (< ελαφαντ- (ελέφαντας)β + αρχ. ὀδούς κατά το αρχ. κυνόδους, δες κυνόδοντας) κατά την εξέλ. ὀδούς > δόντι]
- ελεφαντοκόκαλο το [elefandokókalo] Ο41 : κόκαλο από χαυλιόδοντα ελέφαντα, ως υλικό για την κατασκευή κομψοτεχνημάτων· ελεφαντόδοντο, ελεφαντοστό, φίλντισι, ελέφανταςβ.
[λόγ. ελεφαντ- (ελέφαντας)β -ο- + κόκαλο μτφρδ. του ελεφαντοστούν για προσαρμ. στη δημοτ.]
- ελεφαντοκόλλητος -η -ο [elefandokólitos] Ε5 : κοσμημένος με ποικίλματα από ελεφαντόδοντο· ελεφαντόδετος: Ελεφαντοκόλλητη λαβή σπαθιού. Ελεφαντοκόλλητη θήκη.
[λόγ. < ελνστ. ἐλεφαντοκόλλητος]
- ελεφαντοστό το [elefandostó] Ο38 : ελεφαντόδοντο.
[λόγ. προσαρμ. στη δημοτ. του ελεφαντοστούν κατά το οστούν > οστό]
- ελεφαντοστούν το [elefandostún] Ο : (λόγ.) ελεφαντόδοντο.
[λόγ. ελεφαντ- (ελέφαντας)β + αρχ. (αττ. διάλ.) ὀστοῦν]
- ελεφαντούργημα το [elefandúrjima] Ο49 : κομψοτέχνημα ή ποίκιλμα αλλά και κάθε άλλο μεγάλο αντικείμενο (έπιπλο κτλ.) κατασκευασμένο από ελεφαντόδοντο.
[λόγ. ελεφαντ- (ελέφαντας)β + -ούργημα]
- ελεφαντουργία η [elefandurjía] Ο30 : η ελεφαντουργική.
[λόγ. < ελνστ. ἐλεφαντουργία]



