Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Εγώ
14 εγγραφές [11 - 14]
εγωπάθεια η [eγopáθia] Ο27 (χωρίς πληθ.) : η ιδιότητα του εγωπαθούς, ο υπερβολικός και παθολογικός εγωισμός.

[λόγ. εγω(παθής) -πάθεια]

εγωπαθής -ής -ές [eγopaθís] Ε10 : που είναι υπερβολικά και παθολογικά εγωιστής: Εγωπαθή άτομα.

[λόγ. εγώ (κατά τη σημ. της λ. εγωιστής) + -παθής]

εγωτισμός ο [eγotizmós] Ο17 : (φιλοσ.) 1α. η τάση ενός συγγραφέα να αναλύει και να αναδεικνύει τη δική του φυσική και πνευματική ατομικότητα. β. (γενικότ.) έντονη προσπάθεια του ατόμου να αναλύσει και να αναπτύξει τα στοιχεία της ατομικότητάς του. 2. (ειδικότ. από ηθική άποψη) η στάση που καθορίζεται από την αντίληψη ότι βασικός κανόνας της συμπεριφοράς είναι η επιδίωξη της ατομικής τελειοποίησης.

[λόγ.: 1: αγγλ. egotism -ός `εγωισμός΄ < λατ. ego `εγώ΄· 2: γαλλ. égotisme (στη νέα σημ.) < αγγλ. egotism]

εγωτιστής ο [eγotistís] Ο7 θηλ. εγωτίστρια [eγotístria] Ο27 : ο οπαδός του εγωτισμού.

[λόγ. < αγγλ. egotist < egot(isme) = εγωτ(ισμός) -ist = -ιστής· λόγ. εγωτισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   1 [2]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες