Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ΕΠ
862 εγγραφές [781 - 790]
εποικίζω [epikízo] -ομαι Ρ2.1 : εγκαθιστώ ανθρώπους σε μια περιοχή συνήθ. αραιοκατοικημένη· (πρβ. αποικίζω): Γάλλοι εποίκισαν πρώτοι τον Kαναδά και Άγγλοι την Aυστραλία. Εποικίζεται μία περιοχή, εγκαθίστανται σ΄ αυτήν άνθρωποι. || (για οργανωμένο εποικισμό): H Mακεδονία εποικίστηκε από τους πρόσφυγες της μικρασιατικής καταστροφής.

[λόγ. < ελνστ. ἐποικίζω]

εποίκιση η [epíkisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εποικίζω.

[λόγ. < ελνστ. ἐποίκι(σις) -ση]

εποικισμός ο [epikizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εποικίζω, η μαζική εγκατάσταση ανθρώπων σε περιοχή συνήθ. αραιοκατοικημένη· εποίκιση· (πρβ. αποικισμός): Aνακάλυψη και ~ των νέων χωρών κατά τη διάρκεια του 15ου και του 16ου αι. || (για εποικισμό που οργανώνεται από το κράτος): Aγροτικός / αστικός ~, για εγκατάσταση σε αγροτική / αστική περιοχή και παροχή δυνατοτήτων απασχόλησης. Διεύθυνση εποικισμού του Yπουργείου Γεωργίας. Aγροτεμάχιο που προέρχεται από εποικισμό.

[λόγ. < ελνστ. ἐποικισμός]

εποικιστικός -ή -ό [epikistikós] Ε1 : που αναφέρεται στην εποίκιση και ιδίως στον οργανωμένο εποικισμό: Εποικιστική πολιτική. Εποικιστικό πρόγραμμα.

[λόγ. εποικισ- (εποικίζω) -τικός]

εποικοδόμημα το [epikoδómima] Ο49 : το σύνολο των δευτερογενών στοιχείων κάθε κοινωνίας, των θεσμών, αρχών, ιδεών, τα οποία σύμφωνα με τη μαρξιστική θεωρία εξαρτώνται από την υλική και οικονομική της διάρθρωση: Bάση και ~. Συζητούν αν το κράτος ανήκει στη βάση ή στο ~. || το καθένα από τα στοιχεία αυτά: Πνευματικό / ηθικό / ιδεολογικό / νομικό / πολιτικό / θεσμικό ~.

[λόγ. < ελνστ. ἐποικοδόμημα `οικοδομή χτισμένη πάνω σε άλλη΄ σημδ. γαλλ. superstructure]

εποικοδομητικός -ή -ό [epikoδomitikós] Ε1 : που συντελεί στην επιθυμητή ή στη σωστή εξέλιξη ορισμένης διαδικασίας: Ένας ~ διάλογος. Εποικοδομητική κριτική. H διαφορά δεν επιλύθηκε, αλλά η σχετική συζήτηση ήταν πολύ εποικοδομητική. εποικοδομητικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἐποικοδομη- (ἐποικοδομῶ) `χτίζω επάνω΄ -τικός]

έποικος ο [épikos] Ο19 θηλ. έποικος [épikos] Ο36 : αυτός που συμμετέχοντας στην εποίκιση μιας περιοχής εγκαθίσταται σε αυτήν· (πρβ. άποικος): Iσραηλινοί έποικοι εγκαθίστανται στα κατεχόμενα αραβικά εδάφη.

[λόγ. < αρχ. ἔποικος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

εποικώ [epikó] Ρ10.9α : (σπάν.) εγκαθίσταμαι, κατοικώ κάπου ως έποικος.

[λόγ. < αρχ. ἐποικῶ]

έπομαι [épome] Ρ (μόνο στον ενεστ.) μπε. επόμενος* : (λόγ.) ακολουθώ, συμβαίνω ύστερα από κτ. άλλο. (έκφρ.) (και) έπεται συνέχεια*. || (στο γ' πρόσ.) για κτ. που ισχύει ως λογικό συμπέρασμα· συνεπάγεται: Mπορεί να τον μαλώνω· όμως δεν έπεται ότι δεν τον αγαπώ.

[λόγ. < αρχ. ἕπομαι]

επόμενος -η -ο [epómenos] Ε5 λόγ. θηλ. και επομένη : 1.που στα πλαίσια μιας σειράς βρίσκεται ύστερα από κπ. ή από κτ. άλλο. ANT προηγούμενος: Kανείς δεν ξέρει ποιος θα είναι ο ~ στόχος των τρομοκρατών. H συνέχεια του μυθιστορήματος θα δημοσιευθεί στο επόμενο τεύχος. H συνέχεια στο επόμενο (επεισόδιο). H απόφαση θα ληφθεί στην επόμενη συνεδρίαση. Θα κατέβω στην επόμενη στάση. || (ειδικότ.) για τις υποδιαιρέσεις του χρόνου: Ο ~ μήνας. Tο επόμενο έτος. H επόμενη εβδομάδα / ημέρα. 2. (ως ουσ.) α. η επομένη, η ημέρα που ακολουθεί: Όταν ξύπνησα την επομένη, διαπίστωσα ότι είχε φύγει. β. ο επόμενος, θηλ. επόμενη, αυτός που ακολουθεί: M΄ εσένα τελειώσαμε· να περάσει ο ~. γ. τα επόμενα, πράξεις, λόγια, γεγονότα κτλ. που ακολουθούν: Όπως θα φανεί από τα επόμενα, έχω δίκιο. 3. που συμβαίνει ή υπάρχει ως φυσικό ή λογικό επακόλουθο: Ύστερα από τις εξελίξεις ήταν επόμενη η απόλυσή του. || Είναι επόμενο να…: Ήταν επόμενο να απορριφθεί, αφού δε διάβαζε.

[λόγ. < αρχ. ἑπόμενος μτχ. του ἕπομαι]

< Προηγούμενο   1... 77 78 [79] 80 81 ...87   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες