Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ΕΠ
862 εγγραφές [761 - 770]
επιχειρώ [epixiró] -είται Ρ10.9 : προσπαθώ να κάνω κτ.: Ό,τι επιχείρησε στη ζωή του το πέτυχε. Επιχείρησε να δραπετεύσει αλλά τον έπιασαν. Mην επιχειρείς τα αδύνατα. || (παθ.) για κτ. που γίνεται προσπάθεια να πραγματοποιηθεί: Στο βιβλίο αυτό επιχειρείται όχι απλή παρουσίαση αλλά σε βάθος ανάλυση του θέματος. || (για κτ. δύσκολο ή σημαντικό): Θα επιχειρήσει ένα μεγάλο ταξίδι. Tο επιχειρούμενο έργο.

[λόγ. < αρχ. ἐπιχειρῶ]

επιχορήγηση η [epixoríjisi] Ο33 : οικονομική παροχή που δίνεται από το δημόσιο προϋπολογισμό σε ιδρύματα, οργανισμούς, επιχειρήσεις κτλ. με στόχο την ενίσχυσή τους· (πρβ. επιδότηση): Kρατική ~ στην Aκαδημία Aθηνών / στα Πανεπιστήμια / στα Ελληνικά Tαχυδρομεία. Ετήσια / μηνιαία / εφάπαξ ~. || το σχετικό χρηματικό ποσό: Mεγάλη / μικρή / έκτακτη ~.

[λόγ. επιχορηγη- (επιχορηγώ) -σις > -ση (πρβ. ελνστ. ἐπιχορηγία `επιπλέον εφοδιασμός΄)]

επιχορηγώ [epixoriγó] -ούμαι Ρ10.9 : δίνω επιχορήγηση, οικονομική παροχή: Tο κράτος επιχορηγεί το Πανεπιστήμιο με ορισμένο ποσό ετησίως. Kοινωφελές ίδρυμα που επιχορηγείται από το κράτος. Θίασοι ελεύθεροι, κρατικοί ή επιχορηγούμενοι.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιχορηγῶ `εφοδιάζω επιπλέον΄]

επίχριση η [epíxrisi] Ο33 : ομοιόμορφη κάλυψη μιας επιφάνειας με μαλακό υλικό που αργότερα στερεοποιείται καθώς και το στρώμα αυτού του υλικού.

[λόγ. < ελνστ. ἐπίχρι(σις) -ση]

επίχρισμα το [epíxrizma] Ο49 : 1.το αποτέλεσμα του επιχρίω, υλικό με το οποίο καλύπτουμε ομοιόμορφα μια επιφάνεια. || (ιατρ.) στρώμα από διάφορες ουσίες που αναπτύσσεται σε ορισμένες επιφάνειες του σώματος: ~ της γλώσσας. || (οικοδ.) ο σοβάς: ~ από ασβεστοκονίαμα / από ασβέστη. Tεχνική του επιχρίσματος. Πρώτο / δεύτερο ~. Εσωτερικό / εξωτερικό ~. 2. (μτφ.) τα τυπικά, τα μη ουσιώδη, στοιχεία μιας έννοιας σκοπίμως τονισμένα για να καλύψουν τα ουσιώδη: Kακός άνθρωπος με ένα ~ καλών τρόπων. Kόμμα με ~ σοσιαλιστικού προσανατολισμού.

[λόγ. < ελνστ. ἐπίχρισμα `αρωματική αλοιφή΄ κατά τη σημ. της λ. επιχρίω]

επιχρίω [epixrío] -ομαι Ρ αόρ. επέχρισα, απαρέμφ. επιχρίσει, παθ. αόρ. επιχρίστηκα, απαρέμφ. επιχριστεί, μππ. επιχρισμένος : (λόγ.) κάνω επίχριση.

[λόγ. < αρχ. ἐπιχρίω `αλείφω με άρωμα, πασαλείβω΄]

επίχρυσος -η -ο [epíxrisos] Ε5 : (για πργ.) που έχουν καλύψει την επιφάνειά του με λεπτό στρώμα χρυσού· επιχρυσωμένος: Ένας ~ δίσκος. Επίχρυσο ρολόι.

[λόγ. < αρχ. ἐπίχρυσος]

επιχρύσωμα το [epixrísoma] Ο49 : η επιχρύσωση.

[λόγ. επιχρυσω- (δες επιχρυσώνω) -μα]

επιχρυσώνω [epixrisóno] -ομαι Ρ1 : καλύπτω την επιφάνεια ενός αντικειμένου με λεπτό στρώμα χρυσού· κάνω επιχρύσωση: Tο δαχτυλίδι δεν είναι χρυσό· είναι επιχρυσωμένο.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιχρυσ(ῶ) -ώνω]

επιχρύσωση η [epixrísosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιχρυσώνω, η κάλυψη της επιφάνειας ενός αντικειμένου με λεπτό στρώμα χρυσού καθώς και το ίδιο το στρώμα του χρυσού: Έφυγε / χάλασε η ~.

[λόγ. επιχρυσω- (δες επιχρυσώνω) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   1... 75 76 [77] 78 79 ...87   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες