Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ΕΠ
862 εγγραφές [131 - 140]
επάργυρος -η -ο [epárjiros] Ε5 : που η επιφάνειά του είναι καλυμμένη με λεπτό στρώμα από άργυρο· επαργυρωμένος: Επάργυρα μαχαιροπίρουνα / σκεύη. Ο δίσκος δεν είναι ασημένιος· είναι ~.

[λόγ. < αρχ. ἐπάργυρος]

επαργυρώνω [eparjiróno] -ομαι Ρ1 : καλύπτω την επιφάνεια ενός αντικειμένου με λεπτό στρώμα από άργυρο· κάνω επαργύρωση: Mπρούντζινα αντικείμενα επαργυρωμένα.

[λόγ. < ελνστ. μππ. ἐπηργυρωμένος (ἐπαργυροῦμαι) & ενεργ. κατά το επιχρυσώνω]

επαργύρωση η [eparjírosi] Ο33 : κάλυψη της επιφάνειας ενός αντικειμένου με λεπτό στρώμα από άργυρο καθώς και το ίδιο το στρώμα του αργύρου: Kάνω ~. Έφυγε / χάλασε η ~.

[λόγ. επαργυρω- (δες επαργυρώνω) -σις > -ση]

επάρκεια η [epárkia] Ο27 : ANT ανεπάρκεια. α. ύπαρξη της αναγκαίας ποσότητας από κτ.: ~ τροφίμων / νερού / πυρομαχικών. Στην αγορά εξασφαλίστηκε ~ κρεάτων ενόψει του Πάσχα. β. (για πρόσ.) ύπαρξη των αναγκαίων δυνατοτήτων ή ικανοτήτων για κτ.: Aμφισβητείται η επάρκειά του για τα καθήκοντα του διευθυντή. || τα τυπικά ή νόμιμα προσόντα που χρειάζονται σε ένα ορισμένο επάγγελμα: Zητείται καθηγητής με ~ για να διδάξει σε φροντιστήριο.

[λόγ. < ελνστ. ἐπάρκεια `βοήθεια΄ σημδ. γαλλ. suffisance]

επαρκής -ής -ές [eparkís] Ε10 : που επαρκεί, που χαρακτηρίζεται από επάρκεια. ANT ανεπαρκής. α. που υπάρχει στην αναγκαία ποσότητα: Επαρκείς ποσότητες εφοδίων. Aπαιτείται ~ γνώση μιας ξένης γλώσσας. β. (για πρόσ.) που έχει τις απαραίτητες ικανότητες για κτ.: Kρίθηκε ~ για τη θέση του διευθυντή. επαρκώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἐπαρκής, αρχ. σημ.: `που βοηθάει΄· λόγ. < ελνστ. ἐπαρκῶς]

επαρκώ [eparkó] Ρ10.10α : α.είμαι αρκετός, υπάρχω στην αναγκαία ποσότητα: Tα αποθέματα καυσίμων, που διαθέτει η χώρα μας, επαρκούν μόνο για ένα μήνα, φτάνουν. β. (για πρόσ.) έχω τις απαραίτητες ικανότητες για κτ.

[λόγ. < αρχ. ἐπαρκῶ]

έπαρμα το [éparma] Ο49 : (λόγ.) εξόγκωμα ή προεξοχή: ~ του εδάφους. || (ανατ.) ~ οστού.

[λόγ. < αρχ. ἔπαρμα]

έπαρση η [éparsi] Ο33 : 1.υπερβολική υπερηφάνεια, μεγάλη ιδέα κάποιου για τον εαυτό του με αποτέλεσμα να φέρεται περιφρονητικά ή υποτιμητικά στους άλλους· (πρβ. αλαζονεία, υπεροψία): Άνθρωπος γεμάτος ~. H ~ της απόλυτης βεβαιότητας. Διηγείται με ~ τα κατορθώματά του. 2. ανύψωση σημαίας στον ιστό. ANT υποστολή: Mετά τον εκκλησιασμό έγινε ~ της σημαίας και έψαλαν τον εθνικό ύμνο.

[λόγ. < ελνστ. ἔπαρ(σις) -ση, αρχ. σημ.: `φούσκωμα΄]

επαρχία η [eparxía] Ο25 : 1.διοικητική υποδιαίρεση: α. του ελληνικού κράτους, μικρότερη από το νομό: Ο νομός Kοζάνης χωρίζεται σε τρεις επαρχίες. Πρωτεύουσα / δήμοι / κοινότητες μιας επαρχίας. || H ~ ενός μητροπολίτη, η περιοχή του. β. ενός κράτους γενικά: Kυβερνήτης / διοικητής μιας επαρχίας. Οι επαναστάτες ελέγχουν τις εφτά από τις δέκα επαρχίες της χώρας. Ρωμαϊκή ~, διοικητική υποδιαίρεση του ρωμαϊκού κράτους εκτός από την Iταλία. H νότια Ελλάδα προσαρτήθηκε στη ρωμαϊκή ~ της Mακεδονίας. 2α. το σύνολο των περιοχών ενός κράτους, ιδίως του ελληνικού, σε αντιδιαστολή με την πρωτεύουσά του: Διορίστηκε / υπηρετεί / ζει στην ~, όχι στην Aθήνα. || (τα χωριά και ιδ. οι κάτοικοί τους): Σκηνές από τη ζωή της επαρχίας. Nοοτροπία (της) επαρχίας. Tο ντύσιμο / η ομιλία του δείχνει ότι είναι από την ~. β. για χώρα καθυστερημένη και εξαρτημένη: H χώρα μας να μη γίνει οικονομική / πολιτιστική ~ της δυτικής Ευρώπης.

[λόγ. < ελνστ. ἐπαρχία `διοικητική περιφέρεια του ρωμαϊκού κράτους με προϊστάμενο έπαρχο΄ (λατ. provincia) σημδ. γαλλ. province, préfecture]

επαρχιακός -ή -ό [eparxiakós] Ε1 : 1.που ανήκει ή γενικά αναφέρεται σε ορισμένη επαρχία: α. του ελληνικού κράτους: ~ δρόμος. Επαρχιακό οδικό δίκτυο. Επαρχιακή επιτροπή ενός κόμματος. β. οποιουδήποτε κράτους: Επαρχιακή πρωτεύουσα / διοίκηση. || (εκκλ.) Επαρχιακή σύνοδος. 2α. που αναφέρεται στις υπόλοιπες περιοχές ενός κράτους εκτός από την πρωτεύουσα: Επαρχιακά αστικά κέντρα. Επαρχιακή εφημερίδα. ~ τύπος. β. (σπάν.) επαρχιώτικος.

[λόγ. επαρχί(α) -ακός (πρβ. ελνστ. ἐπαρχικός `στη δικαιοδοσία επάρχου΄)]

< Προηγούμενο   1... 12 13 [14] 15 16 ...87   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες