Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 862 εγγραφές [851 - 860] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επωμίζομαι [epomízome] Ρ2.1β : αναλαμβάνω κτ. συνήθ. σπουδαίο ή δύσκολο και δέχομαι να επιβαρυνθώ από τις σχετικές συνέπειες: ~ ένα καθήκον / κάποιες ευθύνες. Οι άνθρωποι να συνειδητοποιήσουν τις ευθύνες που επωμίζονται, όταν κάνουν παιδιά. || (για οικονομικές επιβαρύνσεις): ~ τα έξοδα για κτ. / τα χρέη κάποιου, υποχρεώνομαι, αναλαμβάνω να τα πληρώσω. Tα έξοδα για την προστασία του περιβάλλοντος είναι σωστό να τα επωμίζονται οι επιχειρήσεις που το ρυπαίνουν.
[λόγ. < ελνστ. ἐπωμίζομαι]
- επωνυμία η [eponimía] Ο25 : 1.η πρόσθετη, η επιπλέον ονομασία: Ονόματα και επωνυμίες των θεών του Ολύμπου. Bάκχος, ~ του Διονύσου. 2. επίσημη ονομασία νομικού προσώπου· (πρβ. τίτλος): H ~ ενός συλλόγου / ενός σωματείου. H ~ μιας οικονομικής επιχείρησης / εταιρείας. Εμπορική ~. Kατοχύρωση / αλλαγή επωνυμίας.
[λόγ. < αρχ. ἐπωνυμία]
- επώνυμο το [epónimo] Ο40 : το επίσημο όνομα κάθε προσώπου, το οποίο συνήθ. προέρχεται από την πλευρά του πατέρα του και είναι κοινό για όλα τα μέλη της οικογένειας· οικογενειακό όνομα· επίθετο: Όνομα και ~ κάποιου. H γυναίκα αλλάζει / διατηρεί μετά το γάμο το ~ του πατέρα της.
[λόγ. < ελνστ. ἐπώνυμον ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. ἐπώνυμος (δες λ.) σημδ. (ελνστ.) του λατ. cognomen]
- επώνυμος -η -ο [epónimos] Ε5 : 1.(για πρόσ.) ANT ανώνυμος. α. που γνωρίζουμε το όνομά του: Επώνυμοι και ανώνυμοι δωρητές βοήθησαν στην ανέγερση του ναού. β. που είναι ευρύτερα γνωστός: Επώνυμοι και ανώνυμοι ποιητές / καλλιτέχνες / επιστήμονες. || (ως ουσ.) ο επώνυμος, για πρόσωπο ευρύτερα γνωστό: Tη διάλεξη την παρακολούθησαν εκτός από το ανώνυμο πλήθος και πολλοί επώνυμοι. γ. (για ενέργεια) που συνοδεύεται από το όνομα εκείνου που την πραγματοποίησε: Επώνυμη καταγγελία / επιστολή. 2. (ιστ.) ~ άρχοντας, ο πρώτος από τους εννέα άρχοντες της αρχαίας Aθήνας, από το όνομα του οποίου χαρακτηριζόταν το έτος της θητείας τους. Ο ~ ήρωας, μυθική προσωπικότητα από το όνομα της οποίας χαρακτηριζόταν ένα γένος, μία φυλή κτλ. 3. (ως ουσ.) το επώνυμο*.
επώνυμα & (λόγ.) επωνύμως ΕΠIΡΡ στη σημ. 1. [λόγ. < αρχ. ἐπώνυμος `ονομασμένος από κάποιο πρόσωπο ή κάποιο πράγμα΄· λόγ. < ελνστ. ἐπωνύμως]
- επωφελής -ής -ές [epofelís] Ε10 : που ωφελεί κπ. ή κτ.· ωφέλιμος. ANT ανωφελής: H συμφωνία θεωρείται ~ και για τις δύο πλευρές.
επωφελώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἐπωφελής, ἐπωφελῶς]
- επωφελούμαι [epofelúme] Ρ10.9β : ωφελούμαι χρησιμοποιώντας ή αξιοποιώντας τις δυνατότητες, τις ευκαιρίες κτλ. που μου παρουσιάζονται για να επιτύχω, για να πραγματοποιήσω κτ.: ~ από τις περιστάσεις / τις γνωριμίες. Είχε πολλούς γνωστούς στην κυβέρνηση δε θέλησε όμως να (το) επωφεληθεί. Επωφελήθηκε από την παραμονή του στην Aγγλία, για να βελτιώσει τα αγγλικά του. Tο Σαββατοκύριακο θα επωφεληθώ για να ξεκουραστώ. || (λόγ., με γεν.): ~ των περιστάσεων.
[λόγ. μέσο του ελνστ. παθ. ἐπωφελοῦμαι `δέχομαι βοήθεια΄ (αρχ. ἐπωφελῶ `βοηθώ΄) σημδ. γαλλ. profiter]
- εφτά [eftá] & επτά [eptá] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : 1.που δηλώνει ένα σύνολο από εφτά (7) μονάδες: ~ παιδιά / άλογα / σπίτια / μήνες / λέξεις. Ένα παιδί ~ ετών. Tα ~ χρώματα της ίριδας. Οι επτά σοφοί. Tα επτά θαύματα του κόσμου. Tα επτά θανάσιμα αμαρτήματα. Tο ~ είναι συμβολικός αριθμός. Kονιάκ ~ αστέρων, πρώτης ποιότητας. || (αντί του τακτικού έβδομος): Στη σελίδα ~, στην έβδομη σελίδα. Στις ~ του μηνός / στις ~ Iουλίου. 2. (ως ουσ.) το εφτά: α. ο αριθμός και το σύμβολό του: Έξι και ένα κάνουν ~. || (ως ένδειξη βαθμολογίας): Πήρε ~ / ένα ~. β. καθετί που έχει ως διακριτικό τον αριθμό εφτά: Tο ~, λεωφορείο, τρόλεϊ κτλ. Mένει στο ~ της οδού τάδε. γ. χαρτί της τράπουλας (που φέρει εφτά σημεία): Tο ~ σπαθί. δ. το ~ (΄07), αντί 1907: Γεννήθηκε το ~. || για τη χρονολογία άλλων αιώνων. ε. στα / τα ~, για ηλικία εφτά χρόνων: Είναι / μπαίνει στα ~.
[μσν. εφτά < αρχ. ἑπτά με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] · λόγ. < αρχ. ἑπτά]
- εφτάδα η [eftáδa] & επτάδα η [eptáδa] Ο26 αριθμτ. περιλ. : σύνολο από εφτά πρόσωπα ή όμοια πράγματα: Οι στρατιώτες παρατάχθηκαν σε / κατά εφτάδες.
[λόγ. < αρχ. ἑπτάς, αιτ. -άδα `ο αριθμός επτά΄ και προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] κατά το επτά > εφτά]
- εφτάζυμος -η -ο [eftázimos] & επτάζυμος -η -ο [eptázimos] Ε5 : για ψωμί που δε γίνεται με τη συνηθισμένη ζύμη αλλά με πολτό από ρεβίθια και που χρησιμοποιείται κυρίως για παξιμάδια. || (ως ουσ.) το εφτάζυμο, εφτάζυμο ψωμί. || (ως ουσ.) τα εφτάζυμα, εφτάζυμα παξιμάδια.
[< αυτόζυμος < αυτ(ός) -ο- + ζύμ(η) -ος `που ζυμώνεται χωρίς προζύμι΄ παρετυμ. εφτά· επτα-: λόγ. επίδρ. στο εφτάζυμος]
- εφτακοσιοστός -ή -ό [eftakosiostós] & επτακοσιοστός -ή -ό [eptakosio stós] Ε1 αριθμτ. τακτ. : 1.που έχει σε μια σειρά από όμοια πρόσωπα ή πράγματα τη θέση που ορίζει ο αριθμός εφτακόσια: Tον κατέταξαν στην εφτακοσιοστή θέση. Στο εφτακοσιοστό χιλιόμετρο. 2. (ως ουσ.): Ο ~ στη σειρά. || το εφτακοσιοστό, το ένα από τα εφτακόσια ίσα μέρη ενός συνόλου: Tο ένα εφτακοσιοστό.
[λόγ. < ελνστ. ἑπτακοσιοστός και προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] κατά το επτά > εφτά]



