Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ΕΠ
862 εγγραφές [841 - 850]
επύλλιο το [epílio] Ο40 : μικρό επικό ποίημα.

[λόγ. < ελνστ. ἐπύλλιον, αρχ. σημ.: `σύντομο στιχούργημα΄]

επωάζω [epoázo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω επώαση. || (για πτηνό) κλωσώ: H κότα επωάζει τα αυγά της επί τρεις περίπου εβδομάδες. || (ιατρ.): Επωάζεται το μικρόβιο.

[λόγ. < αρχ. ἐπῳάζω & κατά τη σημ. της λ. επώαση]

επώαση η [epóasi] Ο33 : (βιολ.) το σύνολο της διαδικασίας από τη γονιμοποίηση ενός αυγού ως την εκκόλαψη του νεοσσού: Διάρκεια / θερμοκρασία της επώασης. α. (για πτηνό) κλώσημα: Φυσική / τεχνητή ~. β. (ιατρ. για παθογόνα μικρόβια) η διαδικασία από την είσοδό τους στον οργανισμό ως την εκδήλωση της νόσου: Tο στάδιο της επώασης. H διάρκεια της επώασης ποικίλλει από νόσο σε νόσο.

[λόγ. < αρχ. ἐπῴα(σις) -ση & σημδ. γαλλ. incubation]

επωαστήρας ο [epoastíras] Ο2 : συσκευή με τις κατάλληλες συνθήκες θερμοκρασίας και υγρασίας όπου γίνεται τεχνητή επώαση· επωαστική μηχανή.

[λόγ. επωασ- (επωάζω) -τήρ > -τήρας]

επωαστικός -ή -ό [epoastikós] Ε1 : που αναφέρεται στην επώαση: Επωαστική μηχανή, συσκευή με τις κατάλληλες συνθήκες θερμοκρασίας και υγρασίας όπου γίνεται τεχνητή επώαση· επωαστήρας. || (ζωολ.): ~ θύλακας. || (ιατρ.): ~ κλίβανος.

[λόγ. < αρχ. ἐπῳαστικός `που του αρέσει να κλωσάει΄ κατά τη σημ. της λ. επώαση]

επωδή η [epoδí] Ο29 : (λαογρ.) λόγος (συνήθ. έμμετρος και σε ιδιάζουσα γλώσσα) με μαγικό περιεχόμενο, ο οποίος απευθύνεται σε δαιμονικές δυνάμεις με σκοπό την αποτροπή ορισμένου κακού.

[λόγ. < αρχ. ἐπῳδή]

επωδικός -ή -ό [epoδikós] Ε1 : (σπάν.) που αναφέρεται στην επωδό: ~ στίχος.

[λόγ. < ελνστ. ἐπῳδικός]

επωδός η [epoδós] Ο34 : 1.(φιλολ.) α. έμμετρη περίοδος που αποτελείται από δύο στίχους από τους οποίους ο δεύτερος είναι μικρότερος. β. τμήμα λυρικού ποιήματος (ύμνου, χορικού κτλ.) που ακολουθεί ύστερα από μια στροφή και αντιστροφή. 2. (πρβ. ρεφρέν) α. η στροφή ενός ποιήματος ή ενός τραγουδιού που επαναλαμβάνεται. β. (μτφ.) για λόγια που επαναλαμβάνονται πολλές φορές και συνήθ. γίνονται βαρετά: Kαταλήγει πάντα με τη γνωστή επωδό: να παραιτηθεί η κυβέρνηση.

[λόγ. < ελνστ. ἐπῳδός (διαφ. το αρχ. ἐπωδός `που ψέλνει επωδές΄)]

επώδυνος -η -ο [epóδinos] Ε5 : ANT ανώδυνος. 1. που προκαλεί πόνο, σωματικό ή ψυχικό: Επώδυνο τραύμα. Ο τοκετός είναι μία λειτουργία φυσιολογική αλλά επώδυνη. Σύγκρουση καθηκόντων, μία επώδυνη συνειδησιακή διαδικασία. || (ιατρ.): Επώδυνη σύσπαση, η κράμπα. Επώδυνα σημεία, για σημεία του σώματος που, όταν τα πιέσουμε, προκαλείται πόνος χαρακτηριστικός σε κάθε πάθηση. Επώδυνη αναισθησία, πόνος σε τμήμα του σώματος που έχει χάσει την αίσθηση της αφής. 2. (μτφ.) που επηρεάζει σοβαρά την ουσία του πράγματος στο οποίο επενεργεί: Mεταρρυθμίσεις επώδυνες για το καθεστώς. επώδυνα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἐπώδυνος]

επωμίδα η [epomíδa] Ο26 : η ορθογώνια λωρίδα που προσαρμόζεται εξωτερικά στον ώμο του ρούχου: Mπουφάν / πουκάμισο με επωμίδες. || (συνήθ. στρατ.) οι επωμίδες στις οποίες στερεώνονται τα διακριτικά του βαθμού των αξιωματικών και υπαξιωματικών.

[λόγ. < αρχ. ἐπωμίς, αιτ. -ίδα `μπρετέλα γυναικείου χιτώνα΄ & σημδ. γαλλ. épaulette]

< Προηγούμενο   1... 83 84 [85] 86 87   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες