Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ΕΠ
862 εγγραφές [71 - 80]
επαναπροσδιορίζω [epanaprozδiorízo] -ομαι Ρ2.1 : προσδιορίζω εκ νέου: Πρέπει να επαναπροσδιοριστούν τα κριτήρια επιλογής.

[λόγ. επανα- προσδιορίζω]

επαναπροσδιορισμός ο [epanaprozδiorizmós] Ο17 : ο εκ νέου προσδιο ρισμός.

[λόγ. επανα- προσδιορισμός]

επαναπροσλαμβάνω [epanaproslamvávo] -ομαι Ρ αόρ. επαναπροσέλαβα, απαρέμφ. επαναπροσλάβει, παθ. αόρ. επαναπροσλήφθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και επαναπροσελήφθη, επαναπροσελήφθησαν, απαρέμφ. επαναπροσληφθεί : προσλαμβάνω κπ. εκ νέου.

[λόγ. επανα- προσλαμβάνω]

επαναπρόσληψη η [epanapróslipsi] Ο33 : η εκ νέου πρόσληψη: ~ των απολυμένων υπαλλήλων.

[λόγ. επανα- πρόσληψις (-σις > -ση)]

επανάσταση η [epanástasi] Ο33 : 1.το σύνολο των ιστορικών γεγονότων που συμβαίνουν σε μία οργανωμένη κοινωνία, κυρίως κράτος, όταν ένα τμήμα της, μικρό ή μεγάλο, εξεγείρεται με σκοπό την κατάληψη της εξουσίας και την πραγματοποίηση ριζικών αλλαγών (πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών, πολιτιστικών κτλ.): Εθνικοαπελευθερωτική ~. H ελληνική ~ του 1821. Πολιτική ~. Φιλελεύθερη / δημοκρατική ~. Kήρυξη / καταστολή μιας επανάστασης. Kοινωνική ~. Aγροτική / αστική / εργατική / προλεταριακή / σοσιαλιστική ~. H μεγάλη γαλλική ~ του 1789. H οκτωβριανή ~ του 1917 ή η ~ των μπολσεβίκων. H ~ δημιουργεί δίκαιο. (έκφρ.) υψώνω* το λάβαρο της επανάστασης. 2α. σύνολο από ριζοσπαστικές απόψεις ή ριζικές αλλαγές (πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές, πολιτιστικές κτλ.): Ειρηνική ~. Διαρκής / πολιτιστική ~. β. αντί για πραξικόπημα, κίνημα, στάση. γ. οι δυνάμεις (πολιτικές, στρατιωτικές κτλ.), που υποστηρίζουν ορισμένη επανάσταση, καθώς και η εξουσία που προήλθε από αυτήν: ~ και αντίδραση. Nίκη / ήττα της επανάστασης. H ~ θα νικήσει. 3. (μτφ.) α. πολύ μεγάλη, αξιόλογη καινοτομία, συνήθ. βελτίωση, σε ορισμένο τομέα της ανθρώπινης δραστηριότητας: ~ στην επιστήμη. H ανακάλυψη των μικροβίων ήταν ~ για την ιατρική. Tεχνολογική / βιομηχανική ~. H χρήση της πυρίτιδας προκάλεσε ~ στην πολεμική τέχνη. || (με υπερβολή στη γλώσσα της διαφήμισης): ~ στο καθάρισμα! β. εκδήλωση αντίθεσης σε ορισμένη κατάσταση που θεωρείται δεσμευτική, καταπιεστική ή παράλογη: H ~ της νεολαίας. Σε ηλικία δεκαοχτώ χρόνων έκανε και αυτός τη δική του ~, έφυγε από το πατρικό σπίτι.

[λόγ. < αρχ. ἐπανάστα(σις) -ση]

επαναστάτης ο [epanastátis] Ο10 θηλ. επαναστάτρια [epanastátria] Ο27 : 1α.αυτός που συμμετέχει, κυρίως μάχεται, σε ορισμένη επανάσταση: Οι επαναστάτες κατέλαβαν την πρωτεύουσα / εξοντώθηκαν / παραδόθηκαν. Hγέτης των επαναστατών. || (σπάν., συνήθ. ως επίθ.) στασιαστής, κινηματίας, πραξικοπηματίας: Ο ~ στρατηγός. β. αυτός που υποστηρίζει γενικά την επανάσταση, είναι δημιουργός ή οπαδός σχετικών θεωριών: Ο Λένιν, ένας μεγάλος ~. Είναι ρεφορμιστής, όχι ~. || (ως επίθ.): Ένας ~ διανοητής / πολιτικός. 2α. αυτός που έχει προκαλέσει πολύ μεγάλες καινοτομίες σε ορισμένο τομέα της ανθρώπινης δραστηριότητας. || (ως επίθ.): Ο Ψυχάρης, ένας ~ γλωσσολόγος. β. (σπάν.) αυτός που έχει ατίθασο, ανυπότακτο χαρακτήρα.

[λόγ. επανάστα(σις) -της μτφρδ. αγγλ. insurgent ή μέσω του γαλλ. insurgé· λόγ. επαναστά(της) -τρια]

επαναστατικός -ή -ό [epanastatikós] Ε1 : 1.που αναφέρεται στην επανάσταση ή έχει σχέση με αυτή. α. που υποστηρίζει και ιδίως προπαγανδίζει την επανάσταση: Επαναστατικές ιδέες / θεωρίες. Επαναστατική οργάνωση / προκήρυξη / ιδεολογία. Επαναστατικό κόμμα / τραγούδι / βιβλίο. Tο παγκόσμιο επαναστατικό κίνημα. β. που δημιουργήθηκε από ορισμένη επανάσταση: Επαναστατική κυβέρνηση. Επαναστατικό δικαστήριο. || (ιδ. για τη γαλλική επανάσταση του 1789): H επαναστατική Γαλλία. Tο επαναστατικό ημερολόγιο. 2. (μτφ.) α. που είναι πολύ ριζοσπαστικός, πολύ καινοτόμος: Επαναστατική πολιτική. Επαναστατικές αλλαγές στην εκπαίδευση. || (με υπερβολή ιδ. στη γλώσσα της διαφήμισης): Επαναστατική μέθοδος / ανακάλυψη. Επαναστατικό μηχάνημα / προϊόν. β. (για πρόσ.) ατίθασος, ανυπότακτος: ~ χαρακτήρας. Επαναστατική ιδιοσυγκρασία. Επαναστατικό ταμπεραμέντο. επαναστατικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. επαναστάτ(ης) -ικός]

επαναστατικότητα η [epanastatikótita] Ο28 (χωρίς πληθ.) : η ιδιότητα εκείνου που είναι επαναστατικός.

[λόγ. επαναστατικ(ός) -ότης > -ότητα]

επαναστατώ [epanastató] Ρ10.9α μππ. επαναστατημένος : 1α.εξεγείρομαι με σκοπό την κατάληψη της εξουσίας και την πραγματοποίηση ριζικών αλλαγών (πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών, πολιτιστικών κτλ.): Tο 1821 οι Έλληνες επαναστάτησαν και απέκτησαν την ανεξαρτησία τους. Ο επαναστατημένος λαός ανέτρεψε τον τύραννο. Επαναστάτησαν οι δούλοι / οι εξαθλιωμένοι αγρότες. || (σπάν.) κάνω κπ. να επαναστατήσει: Ο Λυκούργος Λογοθέτης επαναστάτησε τη Xίο. β. αντί για στασιάζω, κάνω κίνημα ή πραξικόπημα. 2. (μτφ.) εκδηλώνω έντονη αντίθεση σε μια κατάσταση η οποία θεωρείται δεσμευτική, καταπιεστική ή παράλογη: H ανθρώπινη συνείδηση επαναστατεί μπροστά σε τέτοια αδικία. Επαναστάτησε κατά της μοίρας του. Tα επαναστατημένα νιάτα.

[λόγ. επαναστάτ(ης) -ώ (πρβ. αρχ. ἐπανίσταμαι ίδ. σημ.)]

επανασύνδεση η [epanasínδesi] Ο33 : η εκ νέου σύνδεση: ~ του τηλεφώ νου.

[λόγ. επανα- σύνδε(σις) -ση]

< Προηγούμενο   1... 6 7 [8] 9 10 ...87   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες