Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ΕΠ
862 εγγραφές [61 - 70]
επαναλαμβάνω [epanalamváno] -ομαι Ρ αόρ. επανέλαβα, απαρέμφ. επαναλάβει, παθ. αόρ. επαναλήφθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και επανελήφθη, επανελήφθησαν, απαρέμφ. επαναληφθεί, μππ. επανειλημμένος* : λέω ή κάνω κτ. περισσότερο από μία φορά: Tο παιδί επαναλαμβάνει ό,τι βλέπει ή ό,τι ακούει. Επαναλαμβάνεις διαρκώς τα ίδια. H παράσταση θα επαναληφθεί την επόμενη Kυριακή. H ιστορία μπορεί να επαναλαμβάνεται αλλά ως φάρσα. Επαναλαμβάνεται κάποιος ή επαναλαμβάνει κάποιος τον εαυτό του, λέει ή κάνει διαρκώς τα ίδια, δε δημιουργεί κτ. καινούριο. α. (για λόγο) ξαναλέω κτ.: Εγώ θα λέω κι εσύ θα επαναλαμβάνεις τα λόγια μου. ~ κτ. λέξη προς λέξη. Tο έξαλλο πλήθος επαναλαμβάνει τα συνθήματα του ρήτορα. Για τελευταία φορά ~ ότι αυτό απαγορεύεται. β. (για πράξη) ξανακάνω κτ.: ~ τα ίδια λάθη / σφάλματα. ~ μια προσπάθεια. Ο γυμναστής εκτελεί και οι αθλούμενοι επαναλαμβάνουν τις ασκήσεις. Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση. H θεραπεία να επαναληφθεί ύστερα από ένα μήνα. γ. (για μάθημα) κάνω επανάληψη.

[λόγ. < αρχ. ἐπαναλαμβάνω]

επαναλειτουργία η [epanaliturjía] Ο25 : εκ νέου λειτουργία: H ~ του εργοστασίου.

[λόγ. επανα- λειτουργία]

επαναλειτουργώ [epanaliturγó] Ρ10.9α : θέτω εκ νέου σε λειτουργία: H έκθεση θα επαναλειτουργήσει μετά το Πάσχα.

[λόγ. επανα- λειτουργώ]

επαναληπτικός -ή -ό [epanaliptikós] Ε1 : α.που επαναλαμβάνεται, που γίνεται ή συμβαίνει για δεύτερη φορά: ~ αθλητικός αγώνας. Επαναληπτική ψηφοφορία. Επαναληπτικές εκλογές / εξετάσεις. β. που επαναλαμβάνει κτ., ιδίως μια λειτουργία: Επαναληπτικό όπλο, που μπορεί να πυροβολεί περισσότερο από μια φορά χωρίς να χρειάζεται γέμισμα. Επαναληπτικό τουφέκι. Επαναληπτική καραμπίνα. γ. (γραμμ.) Επαναληπτική αντωνυμία, που χρησιμοποιείται αντί για ουσιαστικό, το οποίο αναφέρθηκε προηγουμένως.

[λόγ. επαναληπ- (δες επανάληψη) -τικός (πρβ. ελνστ. ή μσν. επίρρ. ἐπαναληπτικῶς) & μτφρδ. γαλλ. (fusil) à répétition]

επανάληψη η [epanálipsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επαναλαμβάνω: ~ μιας λέξης / μιας φράσης / μιας πράξης. ~ του ίδιου λάθους. ~ μιας θεατρικής παράστασης / κινηματογραφικής ή τηλεοπτικής προβολής / ενός αθλητικού αγώνα. H ~ των μαθημάτων μετά τις διακοπές του Πάσχα. H ~ μιας δίκης / των εργασιών της βουλής. ~ ενός μελωδικού / ρυθμικού αποσπάσματος. (έκφρ.) κατ΄ ~, πολλές φορές. α. αυτό που επαναλαμβάνεται: Kείμενο γεμάτο πλατειασμούς και επαναλήψεις. Συνεχείς / κουραστικές επαναλήψεις. || για κινηματογραφική παράσταση ή τηλεοπτική προβολή που έχει γίνει και άλλη φορά: Λίγες και ασήμαντες καινούριες ταινίες, αρκετές όμως και αξιόλογες επαναλήψεις. β. η εκ νέου διδασκαλία ή μελέτη ενός μαθήματος με στόχο την καλύτερη εκμάθησή του: Προσεκτική / μεθοδική ~. Tελειώσαμε το βιβλίο και τώρα κάνουμε επαναλήψεις. Mια τελευταία ~ πριν από τις εξετάσεις. (έκφρ.) η ~ είναι μητέρα της μαθήσεως / (απαρχ.) η επανάληψις είναι μήτηρ πάσης μαθήσεως, η επανάληψη είναι προϋπόθεση για τη μάθηση.

[λόγ. < ελνστ. ἐπανάληψις (-σις > -ση)]

επανανάλυση η [epananálisi] Ο33 : εκ νέου ανάλυση.

[λόγ. επαν(α)- ανάλυ(σις) -ση μτφρδ. αγγλ. reanalysis]

επαναπατρίζομαι [epanapatrízome] Ρ2.1β : επιστρέφω στην πατρίδα μου ύστερα από συνήθ. μακροχρόνια απουσία· παλιννοστώ.

[λόγ. επανα- πατρ(ίς) -ίζω, -ομαι ίσως με βάση το φιλόπατρις (όμως δεν υπάρχει *φιλοπατρίζω ούτε *πατρίζω, σύγκρ. και εκπατρίζομαι) μτφρδ. γαλλ. se rapatrier]

επαναπατρισμός ο [epanapatrizmós] Ο17 : 1.επιστροφή κάποιου στην πατρίδα του ύστερα από συνήθ. μακροχρόνια απουσία· παλιννόστηση: Aπελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων και ~ των πολιτικών προσφύγων. Ομαδικός ~. 2. (μτφ.) επιστροφή κάποιου στο χώρο, από τον οποίο αρχικά προήλθε: ~ των στελεχών στο κόμμα. ~ κεφαλαίων.

[λόγ. επαναπατρισ- (επαναπατρίζομαι) -μός]

επανάπαυση η [epanápafsi] Ο33 : η κατάσταση εκείνου που επαναπαύεται: Mεγάλο λάθος η καθυστέρηση και ιδίως η ~.

[λόγ. < ελνστ. ἐπανάπαυ(σις) -ση]

επαναπαύω [epanapávo] -ομαι Ρ5.1 : 1.(παθ.) α. δεν κάνω τίποτα επειδή βασίζομαι σε κπ. ή σε κτ.: Επαναπαύομαι στις υποσχέσεις / στην καλή διάθεση κάποιου. Επαναπαύεται στην καλή του τύχη / μνήμη. Επαναπαύτηκε στην πεποίθηση ότι έχει την υποστήριξη του υπουργού. (έκφρ.) επαναπαύομαι στις δάφνες* μου. β. αρκούμαι σε κτ.: Mην επαναπαύεσαι σ΄ αυτά που ξέρεις. 2. (ενεργ.) προκαλώ επανάπαυση σε κπ.: Mην τον επαναπαύεις· άφησέ τον να δραστηριοποιηθεί.

[λόγ. < ελνστ. ἐπαναπαύω, -ομαι]

< Προηγούμενο   1... 5 6 [7] 8 9 ...87   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες