Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
862 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επακριβής -ής -ές [epakrivís] Ε10 : που είναι τελείως ακριβής: Kαθορισμός επακριβών ορίων και περιοριστικών παραγόντων.
επακριβώς ΕΠIΡΡ με κάθε ακρίβεια, με κάθε λεπτομέρεια: Εξήγησέ μου ~ τι συνέβη. [λόγ. επίθ. < ελνστ. επίρρ. ἐπακριβ(ές) -ής (αναδρ. σχημ.)· λόγ. επακριβ(ής) -ώς]
- έπακρο το [épakro] Ο40 : μόνο στην έκφραση στο έπακρο, στο μέγιστο βαθμό· πάρα πολύ: Είναι ευαίσθητος / ειλικρινής / καχύποπτος στο ~. Εκμεταλλεύονται στο ~ τους φυσικούς πόρους καταστρέφοντας έτσι το περιβάλλον. H αγωνία μου είχε φτάσει στο ~, στο αποκορύφωμα.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. ἔπακρος `με μυτερή άκρη΄ σημδ. γαλλ. à l΄extrême]
- επάκτιος -α -ο [epáktios] Ε6 : (λόγ.) που βρίσκεται ή εντοπίζεται στην ακτή. (στρατ.) Επάκτιο πυροβολείο / πυροβολικό. Επάκτια άμυνα. || (ναυτ.) Επάκτιο γνώρισμα, σημείο της ακτής ορατό από την ανοιχτή θάλασσα, το οποίο χρησιμεύει για προσανατολισμό.
[λόγ. < αρχ. ἐπάκτιος]
- επακτός 1 -ή -ό [epaktós] Ε1 : (νομ.) ~ όρκος, που γίνεται με επαγωγή
12, που επιβάλλεται από τον ένα διάδικο στον αντίπαλό του. [λόγ. < αρχ. (ὅρκος) ἐπακτός `όρκος επιβεβλημένος από τον αντίδικο΄]
- επακτός 2 -ή -ό : (βοτ.) Επακτό όργανο, που αποτελείται από τελείως διαμορφωμένους ιστούς.
[λόγ. επακ- (επάγω) -τός]
- επαλείφω [epalífo] -ομαι Ρ4 : (λόγ.) αλείφω, κάνω επάλειψη.
[λόγ. < αρχ. ἐπαλείφω]
- επάλειψη η [epálipsi] Ο33 : ομοιόμορφο άπλωμα μιας ουσίας, υγρής ή μαλακής, επάνω σε μια επιφάνεια· άλειμμα: ~ με γράσο / πίσσα / τσιμέντο. || (για φαρμακευτική ουσία, ιδ. αλοιφή) άπλωμα επάνω στην επιφάνεια του δέρματος: Για το κρυολόγημα συνιστάται ~ με ιώδιο ή εντριβή με οινόπνευμα.
[λόγ. < ελνστ. ἐπάλειψις (-σις > -ση)]
- επαλήθευση η [epalíθefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επαληθεύω: ~ μιας πληροφορίας / μιας θεωρίας. Aυτά που λες χρειάζονται ~. H ~ του αποτελέσματος μιας αριθμητικής πράξης, δοκιμή, έλεγχος για την ορθότητα του αποτελέσματος.
[λόγ. επαληθεύ(ω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. vérification]
- επαληθεύσιμος -η -ο [epaliθéfsimos] Ε5 : που μπορεί να επαληθευτεί.
[λόγ. επαληθεύ(ω) -σιμος]
- επαληθεύω [epaliθévo] -ομαι Ρ5.1 : διαπιστώνω ή αποδεικνύω ότι κτ. αληθεύει, ότι είναι αληθινό ή σωστό: Επαληθεύεται μια είδηση / μια υπόθεση. Επαληθεύονται οι φόβοι / οι υποψίες κάποιου. Tα γεγονότα επαλήθευσαν τις προβλέψεις του. Επαληθεύεται ένα όνειρο, βγαίνει αληθινό.
[λόγ. < αρχ. ἐπαληθεύω `βεβαιώνω την ορθότητα΄ & σημδ. γαλλ. vérifier, se vérifier]