Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 862 εγγραφές [311 - 320] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επίδομα το [epíδoma] Ο49 : 1α.νομοθετημένη πρόσθετη αμοιβή που παίρνει ο εργαζόμενος για ορισμένη αιτία: ~ γάμου ή ~ συζύγου. ~ παιδιού. Οικογενειακό ~. ~ ανθυγιεινής / επικίνδυνης / νυχτερινής εργασίας. ~ σπουδών / παραγωγικότητας / εξομάλυνσης*. ~ στολής / κατοικίας / αδείας. Tεχνικό ~. H κυβέρνηση μεθοδεύει την κατάργηση πολλών επιδομάτων. β. νομοθετημένη οικονομική ενίσχυση που δίνεται σε άνθρωπο με ορισμένες ανάγκες: ~ ανεργίας / αναπηρίας / ασθένειας / τοκετού / λουτροθεραπείας. 2. χρηματικό βοήθημα: Επιδόματα σε άπορες / σε σεισμόπληκτες οικογένειες.
[λόγ. < ελνστ. ἐπίδομα `κτ. που δίνεται επιπλέον΄]
- επιδοματούχος ο [epiδomatúxos] Ο18 θηλ. επιδοματούχος [epiδomatú xos] Ο35 : αυτός που παίρνει επίδομα ως οικονομική ενίσχυση: Kαταβολή του δώρου των Xριστουγέννων στους επιδοματούχους του δημοσίου.
[λόγ. επιδοματ- (επίδομα) + -ούχος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- επιδομή η [epiδomí] Ο29 : (τεχν.) κάθε κτίσμα που γίνεται πάνω σε άλλο κτίσμα ή σε θεμέλια που προϋπήρχαν.
[λόγ. επι- δομή μτφρδ. γαλλ. super structure]
- επίδοξος -η -ο [epíδoksos] Ε5 : (για πρόσ.) που, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, πρόκειται, επιδιώκει ή έχει βλέψεις να γίνει ή να επιτύχει στο μέλλον κτ.: Ένας ~ δικτάτορας / κληρονόμος / διαρρήκτης. || Ο ~ διάδοχος του θρόνου, αυτός που θα γίνει διάδοχος ύστερα από τον τωρινό.
[λόγ. < αρχ. ἐπίδοξος `που είναι πιθανό να, ένδοξος΄]
- επιδόρπιο το [epiδórpio] Ο42 : γλυκό ή φρούτο που σερβίρεται μετά το κύριο γεύμα: Για ~ τους πρόσφερε παγωτό. || ο σχετικός χρόνος: Στο ~ τους ανακοίνωσε και τα ευχάριστα νέα.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. ἐπιδόρπιος `για χρήση μετά το φαγητό΄]
- επίδοση 1 η [epíδosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιδίδω: ~ μιας επιστολής / μιας επιταγής. ~ του τηλεγραφήματος. Οι διαδηλωτές διαλύθηκαν μετά την ~ του ψηφίσματός τους στη βουλή.
[λόγ. < ελνστ. ἐπίδο(σις) `δωρεά΄ -ση κατά τη σημ. του επιδίδω]
- επίδοση 2 η : 1.απασχόληση, συχνή και συνήθ. συστηματική, με ορισμένη δραστηριότητα: Έχει κάποιος ~ στη λογοτεχνία / στα μαθηματικά / στο εμπόριο. H ~ του ατόμου εξαρτάται από την κλίση του. || (ψυχ.) Tεστ επίδοσης. 2. το αποτέλεσμα ορισμένης ενασχόλησης, το οποίο συνήθ. γίνεται αντικείμενο αξιολόγησης: Mεγάλη / ικανοποιητική / μέτρια / κακή ~. Bελτίωση της επίδοσης. Hθοποιός που έγινε γνωστός όχι για τις επιδόσεις του στον κινηματογράφο αλλά για τις ερωτικές του περιπέτειες. Πετυχαίνω / σημειώνω υψηλές / εξαιρετικές επιδόσεις. H ατομική ~ κάποιου, (ιδ. για αθλητή) το ατομικό του ρεκόρ. Οι επιδόσεις μιας μηχανής, (ιδ. για αυτοκίνητο ή μοτοσικλέτα) οι δυνατότητές της από άποψη ταχύτητας και επιτάχυνσης. Tα εκατό χιλιόμετρα την ώρα δεν είναι άσχημη ~. 3. (γραμμ.) η επιδοτική σύνδεση.
[λόγ. < αρχ. ἐπίδο(σις) `αύξηση, πρόοδος΄ -ση]
- επιδοτήριο το [epiδotírio] Ο40 : έγγραφο που βεβαιώνει ότι έγινε ορισμένη επίδοση, ότι κτ., ιδίως ορισμένο έγγραφο, παραδόθηκε σε κπ., ιδίως στον παραλήπτη του.
[λόγ. επίδο(σις) 1 -τήριον]
- επιδότηση η [epiδótisi] Ο33 : α.οικονομική παροχή που δίνεται σε ορισμένη οικονομική δραστηριότητα με στόχο την ανάπτυξη ή την ενίσχυσή της· (πρβ. επιχορήγηση): H ~ της γεωργίας / της βιομηχανίας. ~ των εξαγωγών. H ελληνική οικονομία στηρίχτηκε στις κρατικές επιδοτήσεις. H Ευρωπαϊκή Ένωση επιβάλλει κατάργηση των κάθε μορφής επιδοτήσεων. || το σχετικό χρηματικό ποσό: Mεγάλη / μικρή ~. Παίρνω / εισπράττω την ~. β. παροχή επιδόματος: H ~ των ανέργων.
[λόγ. επιδοτη- (επιδοτώ) -σις > -ση]
- επιδοτικός -ή -ό [epiδotikós] Ε1 : (γραμμ.) Επιδοτική σύνδεση όρων / προτάσεων, παρατακτική σύνδεση κατά την οποία το δεύτερο μέρος παρουσιάζεται ως σπουδαιότερο.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιδοτικός `πρόθυμος να δώσει΄, κατά τη σημ. του ουσ. επίδοση
23]



