Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
862 εγγραφές [291 - 300] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επιδημιολόγος ο [epiδimiolóγos] Ο18 θηλ. επιδημιολόγος [epiδimiolóγos] Ο35 : γιατρός ειδικευμένος στην επιδημιολογία.
[λόγ. επιδημιο(λογία) -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- επιδημώ [epiδimó] Ρ10.9α : α.(λόγ.) διαμένω, ιδίως μόνιμα, σε έναν τόπο. β. (για αρρώστια) εμφανίζομαι με τη μορφή επιδημίας: Επιδημεί μια νόσος.
[λόγ. < αρχ. ἐπιδημῶ (στη σημ. α)]
- επιδιαιτησία η [epiδietisía] Ο25 : (νομ.) δεύτερη, ανώτερου βαθμού, διαιτησία, στην οποία καταφεύγουν οι ενδιαφερόμενοι, όταν αποτύχει η πρώτη.
[λόγ. επι(διαιτητής) -διαιτησία κατά το σχ.: διαιτητής - διαιτησία]
- επιδιαιτητής ο [epiδietitís] Ο7 : (νομ.) ο διαιτητής που κάνει την επιδιαιτησία.
[λόγ. επι- διαιτητής μτφρδ. γαλλ. surarbitre]
- επιδιασκόπιο το [epiδiaskópio] Ο40 : συσκευή που χρησιμοποιείται για την προβολή εικόνων, διαφανών ή αδιαφανών, και αντικειμένων.
[λόγ. < γαλλ. épidiascope < épi- = επι- + dia- = δια- + -scope = -σκόπιον]
- επιδίδομαι [epiδíδome] Ρ αόρ. επιδόθηκα, απαρέμφ. επιδοθεί : α.ασχολούμαι συχνά και συνήθ. συστηματικά ή με επιτυχία με κτ., ιδίως με ορισμένη δραστηριότητα: Επιδίδεται στο ψάρεμα / στα σπορ. Επιδόθηκε στο εμπόριο και κέρδισε πολλά χρήματα. β. κάνω κτ. για αρκετή ώρα: Tο ζευγάρι αδιαφορώντας για τους παρισταμένους επιδόθηκε σε ερωτικές διαχύσεις.
[λόγ. μέσο του αρχ. ἐπιδίδωμι `δίνω επιπλέον, αφοσιώνομαι΄ & σημδ. γαλλ. s΄adonner]
- επιδιδυμίδα η [epiδiδimíδa] Ο26 : (ανατ.) μηνοειδής σχηματισμός στο επάνω και πίσω μέρος των όρχεων, στον οποίο γίνεται η αποθήκευση του σπέρματος.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιδιδυμίς, αιτ. -ίδα]
- επιδίδω [epiδíδo] -ομαι Ρ πρτ. επέδιδα, αόρ. επέδωσα, απαρέμφ. επιδώσει, παθ. αόρ. επιδόθηκα, απαρέμφ. επιδοθεί : παραδίδω κτ. σε κπ. συνήθ. με επίσημο τρόπο: Οι νέοι πρεσβευτές επέδωσαν τα διαπιστευτήριά τους στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Tου επιδόθηκε κλήση για να καταθέσει ως μάρτυρας στο δικαστήριο. H συστημένη επιστολή επιδίδεται ιδιοχείρως στον παραλήπτη.
[λόγ. < αρχ. ἐπιδίδωμι με προσαρμ. στη δημοτ. κατά το δίδωμι > δίδω]
- επιδικάζω [epiδikázo] -ομαι Ρ2.1 : αναγνωρίζω ως νόμιμη την απαίτηση κάποιου και την ικανοποιώ: Tο δικαστήριο επιδίκασε στον παθόντα το ποσό του ενός εκατομμυρίου δραχμών για ψυχική οδύνη. Mε τη συνθήκη του Bερολίνου επιδικάστηκε στην Ελλάδα η Θεσσαλία.
[λόγ. < αρχ. ἐπιδικάζω]
- επιδίκαση η [epiδíkasi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιδικάζω.
[λόγ. επιδικά(ζω) -σις > -ση]