Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 862 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επαινώ [epenó] -ούμαι Ρ10.10 παθ. αόρ. επαινέθηκα, απαρέμφ. επαινεθεί : εκφράζω επιδοκιμασία για κπ. ή για κτ. συνήθ. με στόχο την ηθική του ικανοποίηση. ANT ψέγω: ~ κπ. για την τιμιότητά του. Επαινεί την εργατικότητα των υπαλλήλων του αλλά δεν την επιβραβεύει. Οι καλές πράξεις επαινούνται από όλους, δυστυχώς όμως δε βρίσκουν μιμητές.
[λόγ. < αρχ. ἐπαινῶ]
- επαίρομαι [epérome] Ρ (συνήθ. στο ενεστ. θ.) μππ. επηρμένος* : (λόγ.) συμπεριφέρομαι με έπαρση.
[λόγ. < αρχ. ἐπαίρομαι]
- επαίσχυντος -η -ο [epésxindos] Ε5 : που προκαλεί ντροπή (συνήθ. γιατί είναι ανήθικος ή γενικά κακός): Επαίσχυντη πράξη / συμπεριφορά / ήττα. Tο επαίσχυντο παρελθόν κάποιου.
επαίσχυντα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ρ. ἐπαισχύν(ομαι) `ντρέπομαι για κτ.΄ -τος]
- επαιτεία η [epetía] Ο25 : (λόγ.) η ζητιανιά: Aπαγορεύεται η ~. Kαταδικάστηκε για εξώθηση ανηλίκου σε ~. ΦΡ περιφέρω το δίσκο* της επαιτείας.
[λόγ. επαιτ(ώ) -εία]
- επαίτης ο [epétis] Ο10 : (λόγ.) ο ζητιάνος.
[λόγ. < ελνστ. ἐπαίτης]
- επαιτώ [epetó] Ρ10.9α : (λόγ.) ζητιανεύω.
[λόγ. < αρχ. ἐπαιτῶ]
- επαΐων ο [epaíon] Ο (βλ. Ε12) : (λόγ.) ο ειδήμονας, ο ειδικός: Δεν είμαι αρμό διος· οι επαΐοντες θα μας πουν λεπτομέρειες.
[λόγ. < αρχ. ἐπαΐων]
- επακολούθημα το [epakolúθima] Ο49 : (σπάν.) το επακόλουθο.
[λόγ. < ελνστ. ἐπακολούθημα]
- επακόλουθος -η -ο [epakóluθos] Ε5 : που επακολουθεί, που γίνεται, υπάρχει ή συμβαίνει ύστερα από κτ. άλλο ως συνέπειά του: H ανομβρία και η επακόλουθη λειψυδρία. H έλλειψη προετοιμασίας και η επακόλουθη αποτυχία στις εξετάσεις. || (ως ουσ.) το επακόλουθο, η συνέπεια: H εξαθλίωση που έρχεται ως ~ της φτώχειας. H δημιουργία των μεγαλουπόλεων με όλα τα δυσμενή επακόλουθα. Φυσικό / αναγκαίο / λογικό / αναπότρεπτο επακόλουθο.
[λόγ. < ελνστ. ἐπακόλουθος]
- επακολουθώ [epakoluθó] Ρ10.9α : α.για κτ. που γίνεται, υπάρχει ή συμβαίνει ύστερα από κτ. άλλο: Mετά την παρέλαση θα επακολουθήσει δεξίωση. β. για κτ. που γίνεται, υπάρχει ή συμβαίνει ως φυσική, λογική κτλ. συνέπεια ενός γεγονότος: H παρεξήγηση και ο καβγάς που επακολούθησε.
[λόγ. < αρχ. ἐπακολουθῶ]



