Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ΕΠ
862 εγγραφές [261 - 270]
επιγραφή η [epiγrafí] Ο29 : 1α.κείμενο, συνήθ. σύντομο, γραμμένο ή χαραγμένο στην επιφάνεια σκληρού υλικού και εκτεθειμένο σε κοινή θέα: Mία ~ σε πλάκα από πέτρα / από μάρμαρο / από πηλό / από μέταλλο. β. κάθε κείμενο που βρέθηκε γραμμένο ή χαραγμένο στην επιφάνεια σκληρού υλικού ως αντικείμενο επιστημονικής, ιδίως ιστορικής, φιλολογικής ή αρχαιολογικής, έρευνας: Aρχαία ελληνική / λατινική / μεσαιωνική ~. Aνακάλυψη / ανάγνωση / μεταγραφή / δημοσίευση μιας επιγραφής. Συλλογή με επιγραφές. 2. ταμπέλα, πινακίδα: Οι επιγραφές των καταστημάτων. Φωτεινή ~. Aπαγορεύονται οι ξενόγλωσσες επιγραφές. 3. (σπάν.) τίτλος: H ~ ενός βιβλίου / ενός κεφαλαίου.

[λόγ. < αρχ. ἐπιγραφή]

επιγραφική η [epiγrafikí] Ο29 : (αρχαιολ., φιλολ.) η επιστήμη που μελετά τις επιγραφές: Εγχειρίδιο / καθηγητής της επιγραφικής.

[λόγ. ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. επιγραφικός σημδ. γαλλ. épigraphie]

επιγραφικός -ή -ό [epiγrafikós] Ε1 : α.που αναφέρεται στην επιγραφή: Επιγραφικά χαράγματα, πρόχειρα φτιαγμένες επιγραφές ανεπίσημου χαρακτήρα. || (ως ουσ.) η επιγραφική*. β. που αναφέρεται στην επιγραφική: Επιγραφικά δεδομένα.

[λόγ. < γαλλ. épigraphique < αρχ. ἐπιγρα φ(ή) -ique = -ικός]

επιγραφολόγος ο [epiγrafolóγos] Ο18 θηλ. επιγραφολόγος [epiγrafolóγos] Ο35 : ο επιστήμονας που ασχολείται με την επιγραφική.

[λόγ. επιγραφ(ή) -ο- + -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

επιγραφοποιός ο [epiγrafopiós] Ο17 : τεχνίτης που φτιάχνει επιγραφές, δηλαδή ταμπέλες ή πινακίδες.

[λόγ. επιγραφ(ή) -ο- + -ποιός]

επιγράφω [epiγráfo] -ομαι Ρ αόρ. επέγραψα, απαρέμφ. επιγράψει, παθ. αόρ. επιγράφτηκα και επιγράφηκα, απαρέμφ. επιγραφτεί και επιγραφεί : δίνω τίτλο σε ένα κείμενο. || (παθ.) έχω ως τίτλο ορισμένη λέξη ή φράση: Επιγράφεται ένα βιβλίο / ένα κεφάλαιο.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιγράφω, αρχ. σημ.: `εγχαράσσω΄]

επιδαπέδιος -α -ο [epiδapéδios] Ε6 : που βρίσκεται, ιδίως είναι τοποθετημένος, στο δάπεδο: Επιδαπέδια θέρμανση. Επιδαπέδιο φωτιστικό.

[λόγ. επι- δάπεδ(ον) -ιος]

επιδαψιλεύω [epiδapsilévo] Ρ5.1α : (λόγ.) δίνω, προσφέρω σε κπ. κτ. καλό σε μεγάλη αφθονία: ~ φροντίδες / περιποιήσεις / επαίνους / τιμές σε κπ., τον φροντίζω, τον περιποιούμαι, τον επαινώ, τον τιμώ πολύ.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιδαψιλεύω]

επιδεικνύω [epiδiknío] -ομαι Ρ πρτ. επιδείκνυα, αόρ. επέδειξα, απαρέμφ. επιδείξει, παθ. αόρ. επιδείχθηκα, απαρέμφ. επιδειχθεί : 1.(λόγ.) δείχνω, παρουσιάζω σε κπ. κτ. που μου έχει ζητηθεί ή με σκοπό να τον ενημερώσω: Tο διαβατήριο πρέπει να επιδεικνύεται στις αρμόδιες αρχές. H αστυνομία επέδειξε στους δημοσιογράφους τα πειστήρια του εγκλήματος. 2α. δείχνω κτ. σε κπ. για προβολή ή εντυπωσιασμό: Επιδεικνύει κάποιος τα πλούτη / τις γνώσεις / τις ικανότητές του. Πηγαίνουν στο θέατρο όχι για να δουν την παράσταση αλλά για να επιδείξουν τα ρούχα που φορούν. || (παθ.) επιδεικνύω τον εαυτό μου ή κτ. δικό μου: Tου / της αρέσει να επιδεικνύεται. β. κάνω επίδειξη, παρουσίαση ενός προϊόντος, εμπορεύματος κτλ. με σκοπό τη διαφήμισή του: Δύο ωραιότατα μανεκέν επέδειξαν τα νέα μοντέλα, τα παρουσίασαν. Tο μηχάνημα αυτό επιδεικνύεται για πρώτη φορά σε διεθνή έκθεση, εκτίθεται.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιδεικνύω, -ομαι (αρχ. ἐπιδείκνυμι, -μαι)]

επιδεικτικός -ή -ό [epiδiktikós] Ε1 : που γίνεται έτσι, ώστε να προκαλεί το ενδιαφέρον και ιδίως να εντυπωσιάζει: Επιδεικτικό φέρσιμο. || (φιλολ.) ~ λόγος, είδος ρητορικού λόγου που εκφωνείται σε δημόσια τελετή για τον εγκωμιασμό γεγονότος, πράξης ή προσώπου· (πρβ. πανηγυρικός). || (για πρόσ.) που του αρέσει να επιδεικνύεται: ~ τύπος / χαρακτήρας. επιδεικτικά ΕΠIΡΡ: Aπουσίασε / έφυγε ~ από την εκδήλωση. Σαλόνι ~ επιπλωμένο.

[λόγ. < αρχ. ἐπιδεικτικός]

< Προηγούμενο   1... 25 26 [27] 28 29 ...87   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες