Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ΕΠ
862 εγγραφές [271 - 280]
επιδεινώνω [epiδinóno] -ομαι Ρ1 : κάνω κτ. κακό ή χειρότερο από ό,τι ήταν· χειροτερεύω: M΄ αυτά που λες / που κάνεις επιδεινώνεις τη θέση σου. Επιδεινώνεται η κατάσταση του αρρώστου / της εθνικής οικονομίας. Tα μεθοριακά επεισόδια επιδείνωσαν τις σχέσεις των δύο χωρών.

[λόγ. επι- δειν(ός) -ώ > -ώνω μτφρδ. γερμ. verschlechtern]

επιδείνωση η [epiδínosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιδεινώνω· χειροτέρευση: ~ της πολιτικής κατάστασης. H Εθνική Mετεωρολογική Yπηρεσία προβλέπει ~ των καιρικών συνθηκών.

[λόγ. επιδεινω- (δες επιδεινώνω) -σις > -ση]

επίδειξη η [epíδiksi] Ο33 : 1.η ενέργεια του επιδεικνύω1, η προσκόμιση, παρουσίαση κτλ. κυρίως πραγμάτων (δικαιολογητικών, ενημερωτικών στοιχείων ή άλλων πειστηρίων) με σκοπό την ενημέρωση ή τη διευθέτηση κάποιας υπόθεσης, εκκρεμότητας κτλ.: H είσοδος στο θέατρο επιτρέπεται μόνο με ~ του εισιτηρίου. || (νομ.) ~ πράγματος / εγγράφου, το δικαίωμα που έχει κάποιος να δει και να εξετάσει ένα πράγμα ή ένα έγγραφο. 2. η ενέργεια του επιδεικνύω2, η παρουσίαση, η προβολή ενός πράγματος, μιας ικανότητας, μιας ενέργειας κτλ. που γίνεται μπροστά σε κάποιους με σκοπό την προβολή ή τον εντυπωσιασμό: Kάνει κάποιος ~ της δύναμης / των ικανοτήτων / των γνώσεών του. ~ δύναμης, για άσκηση πίεσης σε κπ. ή για εκφοβισμό κάποιου. Στρατιωτική / αεροπορική / ναυτική ~, που γίνεται με στρατιωτικές / αεροπορικές / ναυτικές δυνάμεις. ~ πλούτου. || επίδειξη με βασικό κίνητρο τη ματαιοδοξία: Tου / της αρέσει η ~. Tο σπίτι είναι επιπλωμένο με κριτήριο όχι την άνεση αλλά την ~. α. (πληθ.) οργανωμένη ομαδική εκδήλωση που περιλαμβάνει κυρίως γυμναστική και αθλοπαιδιές: Οι (γυμναστικές) επιδείξεις των σχολείων. H διμοιρία επιδείξεων μιας στρατιωτικής μονάδας. β. παρουσίαση ενός προϊόντος, εμπορεύματος κτλ. με σκοπό ιδίως τη διαφήμισή του: ~ μόδας / κομμωτικής / νέων μοντέλων.

[λόγ. < αρχ. ἐπίδειξις (-σις > -ση) & σημδ. γαλλ. démonstration]

επιδειξίας ο [epiδiksías] Ο3 : α.(ιατρ.) αυτός που πάσχει από επιδειξιομανίαα, αυτός που επιδιώκει να γυμνώνεται μπροστά σε άλλους ανθρώπους και ιδίως να επιδεικνύει τα γεννητικά του όργανα. β. καταχρηστικά, αυτός που του αρέσει να επιδεικνύεται, να προβάλλει τον εαυτό του για εντυπωσιασμό: Ο φίλος σου είναι μεγάλος ~.

[λόγ. επίδειξ(ις) -ίας μτφρδ. γαλλ. exhibitionniste]

επιδειξιομανής ο [epiδiksiomanís] & επιδειξιμανής ο [epiδiksimanís] στη σημ. α Ο (βλ. Ε10) : α.(ιατρ.) αυτός που πάσχει από επιδειξιομανίαα, αυτός που επιδιώκει να γυμνώνεται μπροστά σε άλλους ανθρώπους και ιδίως να επιδεικνύει τα γεννητικά του όργανα. β. αυτός που του αρέσει να επιδεικνύεται, να προβάλλει τον εαυτό του για εντυπωσιασμό.

[λόγ. επίδειξι(ς) (-ο-) + -μανής μτφρδ. γαλλ. exhibitionniste]

επιδειξιομανία η [epiδiksiomanía] & επιδειξιμανία η [epiδiksimanía] στη σημ. α Ο25 : α.(ιατρ.) ψυχοπαθολογική κατάσταση κατά την οποία ο άνθρωπος επιδιώκει να γυμνώνεται μπροστά σε άλλους ανθρώπους και ιδίως να επιδεικνύει τα γεννητικά του όργανα: H ~ τιμωρείται από το νόμο ως προσβολή της δημόσιας αιδούς. β. η ιδιότητα αυτού που του αρέσει να επιδεικνύεται, να προβάλλει τον εαυτό του για εντυπωσιασμό.

[λόγ. επιδειξιομαν(ής), επιδειξιμαν(ής) -ία μτφρδ. γαλλ. exhibitionnisme]

επιδείχνω [epiδíxno] -ομαι Ρ αόρ. επέδειξα, απαρέμφ. επιδείξει, παθ. αόρ. επιδείχτηκα, απαρέμφ. επιδειχτεί : (προφ.) επιδεικνύω.

[λόγ. < επιδεικνύω με προσαρμ. στη δημοτ. κατά το δεικνύω > δείχνω]

επιδεκτικός -ή -ό [epiδektikós] Ε1 : α.που επιδέχεται κτ., που είναι δυνατό να γίνει αντικείμενο ορισμένης ενέργειας· δεκτικός. ANT ανεπίδεκτος: Θέμα επιδεκτικό συζητήσεως. Πρόβλημα επιδεκτικό πολλών λύσεων. β. (για πρόσ.) που έχει την ιδιότητα, τη δυνατότητα ή την ικανότητα να δεχτεί ερεθίσματα, εντυπώσεις κτλ. και να ανταποκριθεί σε αυτά: Παιδί επιδεκτικό αγωγής / μαθήσεως.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιδεκτικός]

επιδένω [epiδéno] -ομαι Ρ1 : τυλίγω με επίδεσμο ή απλώς καλύπτω με κτ., ιδίως με γάζα, ένα τραύμα: Ο γιατρός επέδεσε τις πληγές.

[λόγ. < αρχ. ἐπιδέω με προσαρμ. στη δημοτ. κατά το δέω > δένω]

επιδέξιος -α -ο [epiδéksios] Ε6 : που χαρακτηρίζεται από επιδεξιότητα. ANT αδέξιος. α. (για πρόσ.) που ενεργεί με επιδεξιότητα: Ένας ~ τεχνίτης / οδηγός / πιλότος. ~ διαπραγματευτής. ΠAΡ Tα μεταξωτά βρακιά* θέλουν κι επιδέξιους κώλους. β. (για πράξη) που έγινε με επιδεξιότητα: Επιδέξια κίνηση / πινελιά / ενέργεια. Aπέφυγε τη σύγκρουση μ΄ έναν επιδέξιο ελιγμό. επιδέξια ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἐπιδέξιος]

< Προηγούμενο   1... 26 27 [28] 29 30 ...87   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες