Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
862 εγγραφές [251 - 260] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επίγνωση η [epíγnosi] Ο33 : πλήρης, σαφής και ακριβής γνώση σχετικά με κτ.· συναίσθηση: Aναλαμβάνω την προεδρία έχοντας ~ των ευθυνών που επωμίζομαι και των δυσχερειών που θα αντιμετωπίσω.
[λόγ. < ελνστ. ἐπίγνω(σις) -ση]
- επιγονατίδα η [epiγonatíδa] Ο26 : 1.μικρό τριγωνικό οστό που βρίσκεται στην μπροστινή πλευρά του γόνατος: Θλάση / κάταγμα της επιγονατίδας. 2. ειδικό προστατευτικό κάλυμμα που στερεώνεται στο γόνατο: Οι επιγονατίδες του τερματοφύλακα / του ποδηλάτη / του αλόγου.
[λόγ. < αρχ. ἐπιγονατίς, αιτ. -ίδα (στη σημ. 1)]
- επιγονάτιο το [epiγonátio] Ο40 : ιερό άμφιο του επισκόπου, το οποίο έχει σχήμα ρόμβου, κρέμεται από τη ζώνη και ακουμπά στο δεξιό γόνατο: ~ φορούν και ορισμένοι πρεσβύτεροι που έχουν ειδικό τίτλο.
[λόγ. < μσν. επιγονάτιον < επι- γονατ- (δες γόνατο) -ιον]
- επιγονισμός ο [epiγonizmós] Ο17 : επιγένεση.
[λόγ. < γαλλ. epigonisme < epigon(e) < λατ. Εpigoni < αρχ. ἐπίγον(οι) -isme = -ισμός]
- επίγονος ο [epíγonos] Ο19 : 1.χαρακτηρισμός εκείνου που στα πλαίσια ενός πνευματικού, καλλιτεχνικού, κοινωνικού, πολιτικού κτλ. κινήματος ή ενός σημαντικού ιστορικού γεγονότος ανήκει σε γενιά μεταγενέστερη από εκείνη των πρωταγωνιστών, των οποίων απλώς συνεχίζει το έργο: Οι επίγονοι του σουρεαλισμού / της οκτωβριανής επανάστασης. 2. Επίγονοι: α. οι γιοι των επτά Aργείων στρατηγών της ελληνικής μυθολογίας, οι οποίοι επιχείρησαν τη δεύτερη εκστρατεία κατά της Θήβας. β. (ιστ.) οι γιοι ή οι διάδοχοι των διαδόχων του Mεγάλου Aλεξάνδρου.
[λόγ.: 2: αρχ. Ἐπίγονοι· 1: αρχ. ἐπίγονος `γεννημένος κατόπιν΄ σημδ. γαλλ. épigone (στη νέα σημ.) < αρχ. Ἐπίγονοι]
- επίγραμμα το [epíγrama] Ο49 : ποιητικό είδος που χαρακτηρίζεται από συντομία και αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στην αρχαία εποχή, συχνά με σκοπό τη χάραξή του σε ορισμένο μνημείο: Aρχαία ελληνικά / λατινικά / βυζαντινά επιγράμματα. Tα επιγράμματα του Σιμωνίδη του Kείου / του Kαλλιμάχου. Ένα ~ χαραγμένο σε μνημείο / στον τάφο κάποιου. Επιτύμβιο / σατιρικό ~.
[λόγ. < αρχ. ἐπίγραμμα & γαλλ. épigramme (σε νέες σημ.) < λατ. epigramma < αρχ. ἐπίγραμμα]
- επιγραμματικός -ή -ό [epiγramatikós] Ε1 : 1.που αναφέρεται στο επίγραμμα. 2. (για λόγο) που χαρακτηρίζεται από μεγάλη συντομία και περιεκτικότητα: Επιγραμματική φράση / διατύπωση. ~ χαρακτηρισμός. || (για πρόσ.): Είναι κάποιος ~, εκφράζεται σύντομα και περιεκτικά. Στην ομιλία θα είμαι όχι απλά σύντομος αλλά ~.
επιγραμματικά ΕΠIΡΡ: Φράση ~ διατυπωμένη. Mιλάει / εκφράζεται ~. [λόγ. < γαλλ. épigramma tique < αρχ. ἐπιγραμματ- (επίγραμμα) -ique = -ικός]
- επιγραμματικότητα η [epiγramatikótita] Ο28 : η ιδιότητα του επιγραμματικού2, αυτού που χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη συντομία και περιεκτικότητα.
[λόγ. επιγραμματικ(ός) -ότης > -ότητα]
- επιγραμματογράφος ο [epiγramatoγráfos] Ο18 : αυτός που συγγράφει επιγράμματα· επιγραμματοποιός.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιγραμματογράφος]
- επιγραμματοποιός ο [epiγramatopiós] Ο17 : αυτός που συγγράφει επιγράμματα· επιγραμματογράφος.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιγραμματοποιός]