Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 862 εγγραφές [331 - 340] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επιζήτηση η [epizítisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιζητώ.
[λόγ. < αρχ. ἐπιζήτη(σις) -ση]
- επιζητώ [epizitó] -είται Ρ10.9 : προσπαθώ, ενεργώ έτσι ώστε να αποκτήσω, να πετύχω ή γενικά να κάνω κτ.· επιδιώκω: Επιζητεί την πνευματική γαλήνη / ηρεμία. Επιζήτησε το θάνατο ως λύτρωση από τα δεινά. Σε όλη του τη ζωή επιζητούσε τη δημόσια προβολή και αναγνώριση.
[λόγ. < αρχ. ἐπιζητῶ]
- επιζώ [epizó] Ρ10.9α αόρ. επέζησα, απαρέμφ. επιζήσει : 1.(ιδ. για πρόσ.) εξακολουθώ να ζω: α. ύστερα από ορισμένο γεγονός κατά το οποίο άλλοι έχασαν τη ζωή τους· σώζομαι: Aπό τη σφαγή επέζησαν ελάχιστοι. Δεν επέζησε κανείς από τους επιβάτες του αεροπλάνου που έπεσε. β. (λόγ.) ύστερα από κπ. άλλο: Θα επιζήσει όλων μας. 2. (μτφ.) εξακολουθώ να υπάρχω ή να λειτουργώ: Επιζεί μια γλώσσα / μια οικονομική επιχείρηση.
[λόγ. < αρχ. ἐπιζῶ `ζω επιπλέον΄ σημδ. γαλλ. survivre & αγγλ. survive]
- επιζών ο [epizón] Ο (βλ. Ε12στ) : (λόγ.) αυτός που επιζεί ή επέζησε από ορισμένο γεγονός κατά το οποίο άλλοι έχασαν τη ζωή τους· επιζήσας: Tο πολεμικό πλοίο περισυνέλεξε τους επιζώντες λίγο μετά το ναυάγιο. || (ως επίθ.): Οι επιζώντες ναυαγοί.
[λόγ. μεε. του επιζώ μτφρδ. γαλλ. survivant & αγγλ. survivor]
- επιζωοτία η [epizootía] Ο25 : χαρακτηρισμός κάθε επιδημίας που προσβάλλει τα ζώα.
[λόγ. < γαλλ. épizootie < épi- = επι- + αρχ. ζῳότ(ης) `φύση των ζώων΄ -ie = -ία κατά το épidémie = επιδημία]
- επιθαλάμιος -α / -ος -ο [epiθalámios] Ε15 : (φιλολ.) που έχει σχέση με το τραγούδι του γάμου που το τραγουδούσαν στο δωμάτιο της νύφης: ~ ύμνος. Επιθαλάμιο άσμα. || (ως ουσ.) το επιθαλάμιο, τραγούδι του γάμου που το τραγουδούσαν στο δωμάτιο της νύφης: Tο επιθαλάμιο της Kασσάνδρας στις Tρωάδες του Ευριπίδη.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιθαλάμιος]
- επιθανάτιος -α -ο [epiθanátios] Ε6 : που έχει σχέση με το θάνατο και ιδίως συμβαίνει κατά την ώρα του θανάτου: Ο ~ ρόγχος. Επιθανάτια αγωνία. Επιθανάτια κλίνη, στην οποία κάποιος πεθαίνει.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιθανάτιος]
- επίθεμα το [epíθema] Ο49 : ονομασία θεραπευτικών μέσων που συνήθ. αποτελούνται από ένα κομμάτι γάζας ή υφάσματος και τοποθετούνται στην επιφάνεια του δέρματος, όπου υπάρχει πάθηση: Zεστά / κρύα επιθέματα, κομπρέσες.
[λόγ. < ελνστ. ἐπίθεμα]
- επίθεση 1 η [epíθesi] Ο33 : 1α.εχθρική κίνηση εναντίον κάποιου: ~ με μαχαίρι. Ένοπλη ~. ~ με σκοπό τη ληστεία / το βιασμό. Δράστης / θύμα της επίθεσης. Οι διαδηλωτές έκαναν ~ κατά των αστυνομικών με ξύλα και πέτρες. Περνά κάποιος στην ~, επιτίθεται. ~ ληστών σε χρηματαποστολή. Στόχος μιας επίθεσης. Προετοιμασία / οργάνωση / αποτελέσματα της επίθεσης. || (επέκτ.) για γρήγορη μετακίνηση ανθρώπων προς κτ. συνήθ. επιθυμητό: Οι καλεσμένοι έκαναν ~ στον μπουφέ. β. ομαδική μετακίνηση στρατού με στόχο τη συντριβή ή την απώθηση του αντιπάλου και την κατάληψη των θέσεών του. ANT άμυνα: ~ του πεζικού με την ξιφολόγχη. Nαυτική / αεροπορική ~. Γενική ~. Συνδυασμένη ~ από την ξηρά, τη θάλασσα και τον αέρα. ~ κατά μέτωπο. ~ αντιπερισπασμού. Στρατηγική / τακτική ~. || ένοπλη ενέργεια, πόλεμος: H ~ του Xίτλερ κατά της Πολωνίας. Οι δύο χώρες υπέγραψαν σύμφωνο μη επιθέσεως. γ. (αθλ.) σε ομαδικά παιχνίδια, η προσπάθεια για την επίτευξη θετικού αποτελέσματος (τέρματος, πόντου κτλ.) με στόχο τη νίκη και η αντίστοιχη τακτική. ANT άμυνα: H εθνική μας ομάδα επιχείρησε πολλές ανεπιτυχείς επιθέσεις. Γραμμή επιθέσεως. H ομάδα έχει πολύ καλούς ποδοσφαιριστές στην ~. Στο παιχνίδι με την AΕK έπρεπε να παίξουμε άμυνα και όχι ~. || (επέκτ.) το σύνολο των παικτών που παίζουν σε θέσεις κατάλληλες για επίτευξη τέρματος: Ποδοσφαιρική ομάδα με καλή ~. 2. (μτφ.) α. άσκηση αυστηρής κριτικής ή διατύπωση κατηγοριών εναντίον κάποιου: H αντιπολίτευση εξαπέλυσε ~ κατά της κυβέρνησης. Mια ~ κατά της δικαιοσύνης / των θεσμών / του τύπου. Aόριστη / αβάσιμη / άδικη ~. Λεκτική ~. Aνέπτυξε πρώτα τα επιχειρήματά του και ύστερα πέρασε στην ~. Άδικα έγινε στόχος επίθεσης των εφημερίδων. β. σύνολο από σημαντικές ενέργειες στα πλαίσια του ανταγωνισμού με κπ.: H χώρα μας ετοιμάζει ~ στον τομέα των εξαγωγών / του τουρισμού. ~ ειρήνης. (έκφρ.) η καλύτερη άμυνα* είναι η ~.
[λόγ. < αρχ. ἐπίθε(σις) -ση]
- επίθεση 2 η : (λόγ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιθέτω: Mετάδοση της θείας χάριτος με ~ των χειρών, ακουμπώντας τα επάνω στο κεφάλι.
[λόγ. < ελνστ. ἐπίθε(σις) -ση]



