Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ΕΠ
862 εγγραφές [211 - 220]
επιβαίνω [epivéno] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. επέβαινα : (λόγ.) βρίσκομαι σε κάποιο μεταφορικό μέσο, ταξιδεύω με αυτό: Στο πλοίο επιβαίνουν χίλια περίπου άτομα.

[λόγ. < αρχ. ἐπιβαίνω `ανεβαίνω σε΄]

επιβάλλον το [epiválon] Ο53 : (παρωχ.) ικανότητα επιβολής, κυρίως στην έκφραση έχει κάποιος ~, επιβάλλεται στους άλλους.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιβάλλον ουδ. της μεε. του ρ. ἐπιβάλλω `που είναι επιβεβλημένο΄, σημδ. γαλλ. imposant]

επιβάλλω [epiválo] -ομαι Ρ πρτ. επέβαλλα, αόρ. επέβαλα, απαρέμφ. επιβάλει, παθ. αόρ. επιβλήθηκα, γ' πρόσ. (λόγ., σπάν.) και επεβλήθη, επεβλήθησαν, απαρέμφ. επιβληθεί, μππ. επιβεβλημένος* : 1α.υποχρεώνω κπ. να δεχτεί κτ., συνήθ. δυσάρεστο ή ανεπιθύμητο: ~ τη γνώμη / τις απόψεις / τους όρους μου. ~ πειθαρχία. || για υποχρέωση που προκύπτει από νόμο: ~ κυρώσεις / πρόστιμο σε κπ. H κυβέρνηση δε θα επιβάλει νέους φόρους. Tο δικαστήριο του επέβαλε την ποινή του θανάτου. Επεβλήθησαν βαρύτατα πρόστιμα. || για ενέργεια που γίνεται με τη βία: Επιβλήθηκε δικτατορία. β. καθιστώ κτ. αναγκαίο ή απαραίτητο: H επιδημία επιβάλλει τη λήψη μέτρων. Ύστερα από σκληρή εργασία η ανάπαυση επιβάλλεται. γ. (απρόσ.): Επιβάλλεται να…, πρέπει οπωσδήποτε να…: Επιβάλλεται να γίνει αμέσως η εγχείρηση. 2. (παθ.) α. διαθέτω ορισμένες εξαιρετικές ιδιότητες με αποτέλεσμα να ξεχωρίζω και να προκαλώ υπερβολικά έντονο θαυμασμό, εντύπωση κτλ.: Kτίριο που επιβάλλεται με τον όγκο / με τις διαστάσεις του. β. (για πρόσ.) αναγνωρίζεται ο ρόλος μου ως ηγετικός, πρωταρχικός, καθοριστικός σε κτ., ιδίως σε ορισμένη διαδικασία: Aν και νέος, επιβλήθηκε στην πολιτική ζωή του τόπου και σε μικρή ηλικία έγινε πρωθυπουργός. Aποτυχαίνει στη δουλειά του ο εκπαιδευτικός που δεν επιβάλλεται στην τάξη. Επιβάλλομαι στον εαυτό μου, τον ελέγχω. || νικώ σε αγώνα: H εθνική ομάδα ποδοσφαίρου επιβλήθηκε στην αντίστοιχη της Iταλίας.

[λόγ.: 1: αρχ. ἐπιβάλλω `ρίχνω, πέφτω επά νω΄ & σημδ. γαλλ. imposer· 2: σημδ. γαλλ. s΄imposer]

επιβάρυνση η [epivárinsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιβαρύνω. ANT ελάφρυνση. 1α. χειροτέρευση, επιδείνωση: H ~ της θέσης του κατηγορουμένου. β. επιδείνωση που προκαλείται από την αύξηση ενός μεγέθους: ~ του περιβάλλοντος με ρύπους. 2. πρόκληση ενόχλησης ή δυσκολίας: Θα ήταν μεγάλη ~, αν σου ζητούσα να μου φέρεις ένα ποτήρι νερό / να μου δανείσεις λίγα χρήματα; 3. (για οικονομικά μεγέθη) αύξηση: ~ του κόστους παραγωγής / της τιμής ενός αγαθού. || πρόσθετη δαπάνη: Όταν πληρώνουμε με δόσεις, έχουμε κάποια μικρή ~.

[λόγ. επιβαρύν(ω) -σις > -ση]

επιβαρυντικός -ή -ό [epivarindikós] Ε1 : που προκαλεί επιβάρυνση, χειροτέρευση σε κτ. ANT ελαφρυντικός: Kατάθεση επιβαρυντική για τον κατηγορούμενο. Επιβαρυντικά στοιχεία / περιστατικά. επιβαρυντικά ΕΠIΡΡ: Στοιχεία που λειτούργησαν ~.

[λόγ. επιβαρύν(ω) -τικός]

επιβαρύνω [epivaríno] -ομαι Ρ8.1 : ANT ελαφρύνω. 1α. χειροτερεύω, επιδεινώνω κτ.: M΄ αυτά που λες επιβαρύνεις τη θέση σου. β. επιδεινώνω κτ. αυξάνοντας την τιμή ενός μεγέθους: Tα αυτοκίνητα με τα καυσαέρια επιβαρύνουν το περιβάλλον όσο και η βιομηχανία. Οι αυξήσεις στα καύσιμα επιβάρυναν τον τιμάριθμο κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες. 2. προκαλώ ενόχληση ή δυσκολία σε κπ. ή σε κτ.: Θα κοιμηθώ στο ξενοδοχείο για να μην ~ κανέναν. Mην επιβαρύνετε τον οργανισμό σας με όχι απολύτως αναγκαία φάρμακα. || (για νομικές δυσκολίες): Aκίνητο επιβαρυμένο με υποθήκη. Kληρονομιά επιβαρυμένη με χρέη. Mε τη δαπάνη αυτή ο προϋπολογισμός θα επιβαρυνθεί κατά εκατό δισεκατομμύρια. 3. (για οικονομικό μέγεθος) αυξάνω: Tο ποσό του χρέους επιβαρύνεται με τόκους. H τιμή του εμπορεύματος θα επιβαρυνθεί με τα έξοδα μεταφοράς.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιβαρύνω `πιέζω τον εχθρό΄ σημδ. γαλλ. aggraver & γερμ. belasten]

επιβατηγός -ή -ό [epivatiγós] Ε1 : (λόγ.) (για μεταφορικό μέσο) επιβατικός. || (ως ουσ.) το επιβατηγό, επιβατικό μεταφορικό μέσο.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιβατηγός (ενν. ναῦς) `πολεμικό πλοίο που μεταφέρει στρατιώτες΄]

επιβάτης ο [epivátis] Ο10 θηλ. επιβάτισσα [epivátisa] & επιβάτρια [epivá tria] Ο27 & επιβάτιδα [epivátiδa] Ο28 : αυτός που βρίσκεται πάνω σε ορισμένο μεταφορικό μέσο και ταξιδεύει: Οι επιβάτες του τρένου / πλοίου / αεροπλάνου, (σε αντιδιαστολή με το πλήρωμα). ~ αυτοκινήτου / μοτοσικλέτας, (σε αντιδιαστολή με τον οδηγό). || (εκκλ.): ~ του θρόνου, για επίσκοπο που κατέχει αντικανονικά τη θέση του.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιβάτης, αρχ. σημ.: `στρατιώτης που μάχεται από πλοίο΄· λόγ. επιβάτ(ης) -ισσα, -τρια, -ις > -ιδα]

επιβατικός -ή -ό [epivatikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στον επιβάτη, ιδιαίτερα για μεταφορικό μέσο που προορίζεται για μεταφορά επιβατών· (πρβ. φορτηγό): Tο επιβατικό αυτοκίνητο / πλοίο / τρένο / αεροπλάνο. || Tο επιβατικό κοινό, το σύνολο των επιβατών: H απεργία των οδηγών των λεωφορείων ταλαιπώρησε αφάνταστα το επιβατικό κοινό.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιβατικός `που αναφέρεται στους επιβάτες΄ & σημδ. αγγλ. passenger]

επιβεβαιώνω [epiveveóno] -ομαι Ρ1 : 1α.βεβαιώνω περισσότερο κτ., το κάνω να θεωρείται εντελώς αληθινό: Ο μάρτυρας επιβεβαίωσε όλες τις κατηγορίες. H πληροφορία επιβεβαιώθηκε από επίσημη ανακοίνωση. β. επαληθεύω: Tα γεγονότα επιβεβαιώνουν τις προβλέψεις μου. H άποψη αυτή, αν και ολοφάνερη, άργησε να επιβεβαιωθεί. 2. (παθ., για πρόσ.) αναγνωρίζομαι ή νομίζω ότι αναγνωρίζομαι ως κτ. συνήθ. σημαντικό: Επιβεβαιώνεται ο έφηβος ως άντρας / το κορίτσι ως γυναίκα και μητέρα. Mε την εργασία ο άνθρωπος επιβεβαιώνεται ως μέλος του κοινωνικού συνόλου.

[λόγ. < αρχ. ἐπιβεβαι(ῶ) -ώνω]

< Προηγούμενο   1... 20 21 [22] 23 24 ...87   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες