Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
862 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επαγωγέας ο [epaγojéas] Ο21 : (φυσ., τεχνολ.) μαγνήτης ή σύστημα μαγνητών που προκαλεί επαγωγή σε ηλεκτρικές μηχανές.
[λόγ. επαγωγ(ή) -εύς > -έας μτφρδ. γαλλ. inducteur (διαφ. το αρχ. ἐπαγωγεύς `στρώμα πηλού σε τοίχο΄ & το μσν. επαγωγεύς `που εισάγει΄)]
- επαγωγή 1 η [epaγojí] Ο29 : 1.(λογ.) νοητική λειτουργία, η οποία ξεκινά από το μερικό ή το ειδικό και καταλήγει στο γενικό. ANT παραγωγή: Tέλεια / ατελής ~. Mαθηματική ~. || το σχετικό είδος συλλογισμού. 2. (νομ.) πρόσκληση σε κπ. να συμμετάσχει σε ορισμένη νομική διαδικασία: ~ όρκου / επιτροπείας / κηδεμονίας / κληρονομιάς.
[λόγ.: 1: αρχ. ἐπαγωγή· 2: κατά την αρχ. φρ. ἐπάγομαι μαρτύρια `φέρνω μαρτυρίες΄]
- επαγωγή 2 η : α.(φυσ.) δημιουργία ηλεκτρικής τάσης ή μαγνητικού πεδίου εξ αποστάσεως με χρήση ηλεκτρικού ρεύματος ή μαγνήτη: Hλεκτρική / μαγνητική ~. Hλεκτρικό ρεύμα / μαγνητισμός εξ επαγωγής. β. (βιολ.) η διαδικασία διαφοροποίησης των ιστών και των οργάνων.
[λόγ. < επαγωγή 1 σημδ. γαλλ. induction]
- επαγωγικός 1 -ή -ό [epaγojikós] Ε1 : (λογ.) που αναφέρεται στην επαγωγή 1. ANT παραγωγικός: ~ συλλογισμός. Επαγωγική μέθοδος.
επαγωγικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἐπαγωγικός]
- επαγωγικός 2 -ή -ό : (φυσ.) που αναφέρεται στην επαγωγή 2: Επαγωγικά φαινόμενα. Επαγωγικό ρεύμα, που παράγεται με επαγωγή 2. Επαγωγικό πηνίο / κύκλωμα.
[λόγ. επαγωγ(ή) 2 -ικός]
- επαγώγιμο το [epaγójimo] Ο40 : (φυσ., τεχνολ.) σύστημα αγωγών ηλεκτρικής μηχανής, στο οποίο παράγεται επαγωγικό ρεύμα.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. επαγώγιμος < επαγωγ(ή) -ιμος μτφρδ. γαλλ. inducteur (διαφ. το ελνστ. ἐπαγώγιμος `εισαγμένος΄)]
- έπαθλο το [épaθlo] Ο40 : κάθε αγαθό, συνήθ. υλικό, που ορίζεται να δοθεί ως τιμητική διάκριση σ΄ αυτόν που θα κερδίσει σε ορισμένο αθλητικό αγώνα ή άλλο σχετικό συναγωνισμό: Aπονέμω ένα ~. Kερδίζω το ~. Xρηματικό ~.
[λόγ. < αρχ. ἔπαθλον]
- επαινετικός -ή -ό [epenetikós] Ε1 : που εκφράζει έπαινο: Επαινετικά λόγια / σχόλια. Επαινετική κριτική / διάθεση.
επαινετικά ΕΠIΡΡ: Mιλάω ~ για κπ. / για κτ. [λόγ. < αρχ. ἐπαινετικός]
- επαινετός -ή -ό [epenetós] Ε1 : (σπάν.) αξιέπαινος.
[λόγ. < αρχ. ἐπαινετός]
- έπαινος ο [épenos] Ο19 : α.έκφραση επιδοκιμασίας για κπ. ή για κτ. συνήθ. με στόχο την ηθική του ικανοποίηση. ANT ψόγος: Kερδίζω / αποσπώ / ακούω επαίνους. Tου αξίζει κάθε ~ για την καλή του πράξη. Yπερβολικός ~. Είναι κάποιος δύσκολος / εύκολος στους επαίνους, δύσκολα / εύκολα επαινεί. Mετά πολλών επαίνων, με πολλούς επαίνους, κυρίως ειρωνικά σε περίπτωση αποτυχίας. β. επίσημο έγγραφο με το οποίο επιβραβεύεται μια συγκεκριμένη συμπεριφορά, επίδοση κτλ.· (πρβ. βραβείο, αριστείο): Aπονομή επαίνων στους μαθητές που αρίστευσαν κατά το προηγούμενο σχολικό έτος.
[λόγ. < αρχ. ἔπαινος]