Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 862 εγγραφές [181 - 190] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επενέργεια η [epenérjia] Ο27 : άσκηση επίδρασης σε κτ.
[λόγ. επενεργ(ώ) -εια κατά το σχ.: ενεργώ - ενέργεια]
- επενεργώ [epenerγó] Ρ10.9α : ασκώ επίδραση σε κτ.: H ατμοσφαιρική ρύπανση επενεργεί βλαπτικά στην υγεία του ανθρώπου.
[λόγ. επ(ι)- ενεργώ μτφρδ. γερμ. einwirken]
- επένθεση η [epénθesi] Ο33 : (γλωσσ.) φαινόμενο κατά το οποίο ένα ημίφωνο μετακινείται στην αμέσως προηγούμενη συλλαβή με αποτέλεσμα το σχηματισμό διφθόγγου με το φωνήεν που υπάρχει σε αυτή.
[λόγ. αντδ. < γαλλ. épenthèse (στη νέα σημ.) < υστλατ. epenthesis < ελνστ. ἐπένθε(σις) -ση `εισαγωγή γράμματος΄]
- επεξεργάζομαι [epekserγázome] Ρ2.1β : 1α.δημιουργώ κτ. με πνευματική ενέργεια χρησιμοποιώντας επί μέρους στοιχεία: ~ ένα σχέδιο / ένα πρόγραμμα. Nα επεξεργαστούμε έναν κώδικα επαγγελματικής δεοντολογίας. Ομάδα εργασίας επεξεργάστηκε τις προτάσεις. H συνείδηση επεξεργάζεται τα δεδομένα των αισθήσεων. β. επιφέρω τροποποιήσεις, διορθώσεις σε κτ. με σκοπό να του δώσω ολοκληρωμένη μορφή: ~ ένα κείμενο / ένα σύγγραμμα. 2. κατεργάζομαι: Bιοτεχνία που επεξεργάζεται δέρματα / βαμβάκι. || Tα καπνά τα επεξεργάζονται σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους.
[λόγ. < αρχ. ἐπεξεργάζομαι `επιτελώ επιπλέον΄, ελνστ. σημ.: `ξαναδουλεύω κτ.΄, κατά τη σημ. της λ. επεξεργασία]
- επεξεργασία η [epekserγasía] Ο25 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επεξεργάζομαι. 1α. πνευματική δημιουργία με χρήση επί μέρους στοιχείων: H ~ ενός πολιτικού / εκπαιδευτικού / οικονομικού προγράμματος. β. διόρθωση, τροποποίηση ενός έργου, μιας πνευματικής δημιουργίας, έτσι ώστε να πάρει την τελική μορφή: Tελική ~ ενός κειμένου. γ. (πληροφ.) εισαγωγή και μετατροπή στοιχείων σε ηλεκτρονικό υπολογιστή: ~ δεδομένων. ~ εικόνας. ~ κειμένου, συγγραφή και διαμόρφωση κειμένου σε ηλεκτρονικό υπολογιστή. 2. κατεργασία: Στο στομάχι γίνεται η ~ των τροφών. H ~ των λυμάτων. || (μεταλλουργία): Ψυχρή / θερμική ~.
[λόγ. < ελνστ. ἐπεξεργασία & σημδ. γαλλ. élaboration]
- επεξεργάσιμος -η -ο [epekserγásimos] Ε5 : που μπορεί να υποστεί επεξεργασία και ιδίως κατεργασία: Επεξεργάσιμες πρώτες ύλες.
[λόγ. επεξεργασ- (επεξεργάζομαι) -ιμος]
- επεξεργαστής ο [epekserγastís] Ο7 : (πληροφ.) 1. το τμήμα του ηλεκτρονικού υπολογιστή στο οποίο γίνεται η επεξεργασία των στοιχείων. 2. ~ κειμένου, πρόγραμμα που χρησιμοποιείται για τη συγγραφή και διαμόρφωση κειμένων.
[λόγ. επεξεργασ- (επεξεργάζομαι) -τής μτφρδ. αγγλ. processor (διαφ. το ελνστ. ἐπεξεργαστής `εκτελεστής διατάγματος΄)]
- επεξηγηματικός -ή -ό [epeksijimatikós] Ε1 : 1.(γραμμ.) που αναφέρεται σε μια έννοια και την επεξηγεί: ~ προσδιορισμός. Επεξηγηματική πρόταση. 2. (σπάν.) ερμηνευτικός.
επεξηγηματικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἐπεξηγηματικός]
- επεξήγηση η [epeksíjisi] Ο33 : 1.πρόσθετη εξήγηση, επιπλέον ανάλυση ή περιγραφή ενός αντικειμένου: Όλα είναι σαφή· δε χρειάζονται σχόλια ή επεξηγήσεις. 2. (γραμμ.) προσδιορισμός που αναφέρεται σε γενικότερη έννοια και την επεξηγεί: H ~ συχνά συνοδεύεται από τη λέξη “δηλαδή”. Ως ~ χρησιμοποιείται οποιοδήποτε όνομα, έκφραση ή και ολόκληρη πρόταση.
[λόγ. < αρχ. ἐπεξήγη(σις) -ση (στη σημ. 1)]
- επεξηγώ [epeksiγó] -ούμαι Ρ10.9 : εξηγώ κτ. με περισσότερες λεπτομέρειες: Παραδείγματα που επεξηγούν τον ορισμό, τον διασαφηνίζουν.
[λόγ. < ελνστ. ἐπεξηγοῦμαι ενεργ. κατά το εξηγώ]



