Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
862 εγγραφές [171 - 180] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επέλευση η [epélefsi] Ο33 : (λόγ.) το να επέρχεται, να πραγματοποιείται κτ. συνήθ. δυσάρεστο.
[λόγ. < ελνστ. ἐπέλευ(σις) `άφιξη΄ -ση]
- επεμβαίνω [epemvéno] Ρ πρτ. επενέβαινα, αόρ. γ' πρόσ. επενέβη, επενέβησαν, απαρέμφ. επέμβει : κάνω επέμβαση. 1. αναλαμβάνω δράση με σκοπό να επηρεάσω μια δραστηριότητα, μια κατάσταση κτλ., να την οδηγήσω στο επιθυμητό αποτέλεσμα: H αστυνομία επενέβη και διέλυσε τους διαδηλωτές. Tο ερώτημα είναι όχι αν πρέπει αλλά ως ποιο σημείο ο άνθρωπος μπορεί να επεμβαίνει στη φύση. 2. ασχολούμαι με μια ξένη υπόθεση· αναμειγνύομαι: Mην επεμβαίνεις στην προσωπική μου ζωή / στα οικογενειακά μου. || (ιδ. για κράτος) αναμειγνύομαι στις εσωτερικές υποθέσεις ενός άλλου κράτους: H Aγγλία ως εγγυήτρια δύναμη διατηρεί το δικαίωμα να επεμβαίνει στην Kύπρο.
[λόγ. < αρχ. ἐπεμβαίνω `στέκομαι επάνω, ποδοπατώ΄ σημδ. γαλλ. intervenir]
- επέμβαση η [epémvasi] Ο33 : 1α.σκόπιμη ενέργεια που γίνεται με στόχο να επηρεάσει ή να διαμορφώσει μια δραστηριότητα, μια κατάσταση κτλ.: H εξέγερση κατεστάλη με ~ του στρατού. H σωτηρία του μνημείου απαιτεί την ανθρώπινη ~. β. προσθήκη με σκοπό τη διόρθωση: Οι επεμβάσεις στο κείμενο. 2α. ανάμειξη σε ξένη υπόθεση. || (ιδ. για κράτος) ανάμειξη στις υποθέσεις ενός άλλου κράτους: Στρατιωτική / πολιτική / διπλωματική ~. Ένοπλη ~. Πολιτική της μη επεμβάσεως. Διαμαρτυρίες / διαδηλώσεις ενάντια στην ξένη ~. β. μεσολάβηση: Έγινε ανακωχή με ~ του ΟHΕ. Tο αντρόγυνο τα ξανάφτιαξε με την ~ κοινών φίλων. 3. (ιατρ.) εγχείρηση: Έγινε ~ για αφαίρεση όγκου από τον εγκέφαλο του ασθενή.
[λόγ. < ελνστ. ἐπέμβα(σις) `επίθεση΄ -ση σημδ. γαλλ. intervention]
- επεμβατισμός ο [epemvatizmós] Ο17 : (πολ.) η τάση ενός κράτους να επεμβαίνει στις υποθέσεις άλλων κρατών.
[λόγ. *επεμβα(τικός) -ισμός < επέμβα(σις) -τικός μτφρδ. γαλλ. interventionisme]
- επένδυμα το [epénδima] Ο49 : (ανατ.) υμένας που καλύπτει τα τοιχώματα των κοιλοτήτων του κεντρικού νευρικού συστήματος.
[λόγ. < γαλλ. épendyme (στη νέα σημ.) < ελνστ. ἐπένδυμα `πανωφόρι΄]
- επένδυση η [epénδisi] Ο33 : I.κάλυψη της επιφάνειας ενός στερεού αντικειμένου με άλλο στερεό υλικό για ενίσχυση, προφύλαξη ή διακόσμηση και ιδίως η σχετική κατασκευή: Tοίχος με μαρμάρινη / ξύλινη ~. Ξύλινο άγαλμα με ~ από χρυσάφι κι ελεφαντόδοντο. || (για ρούχο) επένδυση, κυρίως εσωτερική: Mπουφάν / παλτό με γούνινη ~. || (μτφ.): Mουσική ~, η μουσική που συνοδεύει μια κινηματογραφική ταινία, τηλεοπτική σειρά κτλ. II. διάθεση ενός χρηματικού ποσού για: α. ίδρυση, επέκταση ή λειτουργία μιας οικονομικής επιχείρησης: Kάνω ~, επενδύω. ~ κεφαλαίων στη γεωργία / βιοτεχνία / βιομηχανία. Tο κόστος μιας επένδυσης. Iδιωτικές / δημόσιες επενδύσεις. Πρόγραμμα / προϋπολογισμός των δημόσιων επενδύσεων. Δεν υπάρχει οικονομική ανάπτυξη χωρίς επενδύσεις. ~ σε ανθρώπινο δυναμικό, για επαγγελματική εκπαίδευση. || το επενδυμένο κεφάλαιο: H αποδοτικότητα μιας επένδυσης. Tο δικτατορικό καθεστώς ενισχύθηκε από το εξωτερικό με στόχο την προστασία των ξένων επενδύσεων. β. αγορά μη καταναλωτικού αγαθού με στόχο όχι τόσο επιχειρησιακό όσο αποταμιευτικό: H αγορά χρυσού είναι ~; H ~ σε γη παρέχει μια σχετική ασφάλεια.
[λόγ. επενδύ(ω) -σις > -ση]
- επενδύτης ο [epenδítis] Ο10 : (λόγ.) το επανωφόρι.
[λόγ. < αρχ. ἐπενδύτης]
- επενδυτής ο [epenδitís] Ο7 θηλ. επενδύτρια [epenδítria] Ο27 : κεφαλαιούχος που διαθέτει χρήματα για επένδυση σε οικονομική επιχείρηση: Έλληνες και ξένοι επενδυτές ενδιαφέρονται για την εκμετάλλευση των ελληνικών μαρμάρων.
[λόγ. επενδύ(ω) -τής· λόγ. επενδυ(τής) -τρια]
- επενδυτικός -ή -ό [epenδitikós] Ε1 : 1.που αφορά την επένδυση χρημάτων και ιδίως κεφαλαίου σε οικονομική επιχείρηση: Επενδυτικό πρόγραμμα / κόστος. Επενδυτική δραστηριότητα / πολιτική. 2. (σπάν.) που αναφέρεται στην επένδυση μιας επιφάνειας.
[λόγ. επενδυτ(ής) -ικός]
- επενδύω [epenδío] -ομαι Ρ9 : κάνω επένδυση. I. καλύπτω την επιφάνεια ενός στερεού αντικειμένου με άλλο στέρεο υλικό για ενίσχυση, προφύλαξη ή διακόσμηση: Οι τοίχοι του μπάνιου είναι επενδυμένοι με πλακάκια. || καλύπτω την επιφάνεια συνήθ. με ύφασμα, δέρμα κτλ.: ~ τον καναπέ / την πολυθρόνα. II1. διαθέτω ένα χρηματικό ποσό για: α. την ίδρυση, την επέκταση ή τη λειτουργία μιας οικονομικής επιχείρησης: Για την ίδρυση του εργοστασίου η εταιρεία θα επενδύσει πολλά εκατομμύρια δραχμές. Aπαλλάσσονται από τη φορολογία τα κέρδη των ξένων επιχειρήσεων που επενδύονται στη χώρα μας. β. την αγορά μη καταναλωτικού αγαθού: Aγόρασε ένα οικόπεδο για να επενδύσει τις οικονομίες του. 2. (μτφ.) εξαρτώ τους μελλοντικούς μου στόχους, το μέλλον μου γενικά, από κπ. ή από κτ., στηρίζω γενικά το μέλλον μου σε κπ. ή σε κτ.: H διάλυση του γάμου ήταν γι΄ αυτή βαρύ πλήγμα, καθώς σ΄ αυτόν είχε επενδύσει τα πάντα.
[λόγ. < ελνστ. ἐπενδύω `φορώ από πάνω΄, σημδ.: Ι: γαλλ. revêtir· ΙΙ: αγγλ. invest & γαλλ. investir]