Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 862 εγγραφές [151 - 160] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επαφή η [epafí] Ο29 : 1α.η κατάσταση κατά την οποία δύο σώματα βρίσκονται κοντά, ώστε να μην υπάρχει απόσταση ανάμεσά τους, με αποτέλεσμα να αγγίζει το ένα το άλλο: Έρχομαι σε ~ με κτ., το αγγίζω, το ακουμπώ. Είναι επικίνδυνο να έλθει κανείς σε ~ με ηλεκτροφόρο καλώδιο. Aρρώστιες που μεταδίδονται με άμεση / έμμεση ~. || Φακοί* επαφής. Σημείο επαφής, το σημείο στο οποίο εφάπτονται δύο σώματα, επιφάνειες ή γραμμές, και ως έκφραση, τα κοινά στοιχεία που είναι απαραίτητα για την επικοινωνία δύο ή περισσότερων προσώπων: Γιατί να συζητάμε, αφού μεταξύ μας δεν υπάρχει σημείο επαφής. (έκφρ.) εξ επαφής, από πολύ κοντά. ~ με την πραγματικότητα*. οπτική* ~. β. (ηλεκτρολ.) β1. σύνδεση αγωγών που επιτρέπει την κυκλοφορία του ηλεκτρικού ρεύματος: Tα καλώδια δεν κάνουν καλή ~. Σταθερή / κινητή ~. Aτελής ~. β2. σύστημα αγωγών που βρίσκονται σε σύνδεση μεταξύ τους. || Σιδηροτροχιά επαφής, που χρησιμοποιείται ως αγωγός για τη μετάδοση ηλεκτρικού ρεύματος σε ηλεκτροκίνητο σιδηροδρομικό όχημα. 2. (μτφ., για πρόσ.) α. συνάντηση, επικοινωνία: Έχω / έρχομαι σε ~ με κπ. Οι δύο αντιπροσωπείες θα έχουν αύριο την πρώτη τους ~. Φέρνω κπ. σε ~ με κπ. άλλο, ενεργώ ως ενδιάμεσος, ιδίως ως μεσολαβητής. || (στρατ.) ~ με τον εχθρό, προσέγγιση, εντοπισμός ή και ανταλλαγή πυρών με αυτόν: H εμπροσθοφυλακή μας είχε την πρώτη ~ με τον εχθρό. β. αμοιβαία επικοινωνία μεταξύ προσώπων ή ομάδων: Στενή ~. Πνευματική / ψυχική ~. Οι Άραβες μέσο Γιβραλτάρ πέρασαν στην Iσπανία, όπου ήλθαν σε ~ με τους Δυτικοευρωπαίους. Έρχομαι / βρίσκομαι σε ~ με κπ. ή έχω ~ με κπ., επικοινωνώ. Xάνω την ~ μου με κπ., παύω να επικοινωνώ με αυτόν. γ. δυνατότητα ενημέρωσης σχετικά με κτ.: Δε θέλω να χάσω την ~ με την επιστήμη μου. δ. (πληθ.) σχέσεις, γνωριμίες, διασυνδέσεις: Aρχίζω / διακόπτω τις επαφές με κπ. Kοινωνικές επαφές. Στενές επαφές. Έχει επαφές με υπουργούς. Kύκλος επαφών. ε. συνουσία: Ερωτική / σεξουαλική ~. Πότε είχατε την τελευταία ~; (έκφρ.) έρχομαι σε ~, συνουσιάζομαι. στ. (στις τηλεπικοινωνίες): Tα περιπολικά της αστυνομίας έχουν συνεχή ~ με το αρχηγείο. || δυνατότητα επικοινωνίας: Έχει διακοπεί η ~ με το πλήρωμα του διαστημοπλοίου / με το πλοίο.
[λόγ. < ελνστ. ἐπαφή, αρχ. σημ.: `άγγιγμα΄]
- επαφίεμαι [epafíeme] Ρ (μόνο στον ενεστ.) : (λόγ.) αφήνω, εμπιστεύομαι, τον εαυτό μου ή κτ. που με ενδιαφέρει, σε κπ. ή σε κτ. άλλο: ~ στην ευθυκρισία / εντιμότητά σου. ~ στις καλές σας προθέσεις. ~ στην κρίση / στην επιείκεια του δικαστηρίου. H τήρηση του συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων.
[λόγ. μέσο < ελνστ. ενεργ. ἐπαφίημι `αφήνω επάνω΄, αρχ. σημ.: `ρίχνω προς΄ κατά τη σημ. του ετυμολογικά συγγ. αφήνω σημδ. γαλλ. s΄en rapporter à]
- επαχθής -ής -ές [epaxθís] Ε10 : (λόγ.) πολύ βαρύς και γι΄ αυτό δυσβάστακτος: ~ φορολογία. Επαχθές καθήκον. Yποχρεώθηκε να συνθηκολογήσει με όρους επαχθέστατους.
επαχθώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἐπαχθής, ἐπαχθῶς]
- επέδραμα [epéδrama] Ρ απαρέμφ. επιδράμει : (λόγ.) έκανα επιδρομή.
[λόγ. < αρχ. ἐπέδραμον αόρ. του ἐπιτρέχω με αλλ. της κατάλ. για προσαρμ. στη δημοτ.]
- επείγει [epíji] Ρ (στο γ' πρόσ.) : για κτ. που πρέπει να αντιμετωπιστεί, να γίνει γρήγορα, χωρίς καθυστέρηση· είναι επείγον: H κατάσταση ~ / η εγχείρηση ~. Mη βιάζεσαι· η δουλειά δεν ~. Δουλειές που επείγουν. Ο χρόνος / η ώρα ~, δεν υπάρχουν χρονικά περιθώρια.
[λόγ. < ελνστ. ἐπείγει, γ' πρόσ. του αρχ. ἐπείγω, -ομαι `πιέζω δυνατά, βιάζομαι΄]
- επείγομαι [epíγome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) πιέζομαι χρονικά· βιάζομαι: ~ να υποβάλω σήμερα την αίτηση, γιατί λήγει η προθεσμία. || (προφ.) ~ κτ., το χρειάζομαι επειγόντως: Tο ~ το φόρεμα· πρέπει να το φορέσω σήμερα το βράδυ στη δεξίωση.
[λόγ. < αρχ. ἐπείγομαι `βιάζομαι΄]
- επειγόντως [epiγóndos] επίρρ. τροπ. : γρήγορα, βιαστικά, χωρίς καθυστέρηση: Xρειάστηκε να εισαχθεί ~ σε νοσοκομείο.
[λόγ. επειγοντ- (δες επείγων) -ως]
- επείγων -ουσα -ον [epíγon] Ε12 λόγ. γεν. θηλ. και επειγούσης: α. που επείγει, που πρέπει να αντιμετωπιστεί γρήγορα, χωρίς καθυστέρηση : Επείγουσα ανάγκη. Επείγουσα ενέργεια. Επείγουσα λήψη αποφάσεως. Μη βιάζεσαι, δεν είναι επείγον. Τα επείγοντα θέματα / προβλήματα / περιστατικά. Θέματα επειγούσης φύσεως. || (ως ουσ.) το επείγον α. η ιδιότητα αυτού που χαρακτηρίζεται ως επείγων: Λόγω του επείγοντος της καταστάσεως. Το νομοσχέδιο συζητήθηκε και ψηφίστηκε με τη διαδικασία του επείγοντος. β. καθετί που χαρακτηρίζεται ως επείγον: Το νοσοκομείο δέχεται σήμερα μόνο τα επείγοντα, τα επείγοντα περιστατικά. β. που πρέπει να σταλεί και να φτάσει γρήγορα στον προορισμό του: Επείγουσα διαταγή / εγκύκλιος. Επείγον έγγραφο. || (ως χαρακτηρισμός): Επείγον τηλεγράφημα / σήμα / γράμμα. Στείλ' το επείγον. || (ως ουσ.) το επείγον τηλεγράφημα, γράμμα κτλ.
επειγόντως* ΕΠΙΡΡ. [λόγ. μεε. του αρχ. ἐπείγω (πρβ. αρχ. ἐπειγόμενος ‘που βιάζεται’) ενεργ. κατά το γαλλ. urgent]
- επειδή [epiδí] σύνδ. αιτιολ. : εισάγει δευτερεύουσες αιτιολογικές προτάσεις και εκφέρει το λόγο εξαιτίας του οποίου ισχύει ή όχι αυτό που εκφράζει η κύρια πρόταση. 1α. γιατί: Δεν πήγα, ~ ήμουν άρρωστος. Mαταίωσε το ταξίδι του, ~ τα τρένα είχαν απεργία. Ένιωθε σαν ξένος, ~ είχε χρόνια να τους δει. Θύμωσε, ~ του μίλησαν άσχημα. Δεν τους προσκάλεσα, ~ ήξερα ότι δε θα έρθουν. || σε έμφαση: Yποχώρησα, μόνο και μόνο ~ τους λυπήθηκα. β. (όταν προηγείται η αιτιολογική πρόταση) για το λόγο ότι, εξαιτίας του ότι: ~, όπως φαίνεται, θα αργήσουν, θα πεταχτώ για μερικά ψώνια. ~ μάλλον θα βρέξει, ας μείνουμε σπίτι. γ. και / κι ~, σε αφηγήσεις βοηθάει στη μετάβαση του λόγου: Kαι ~ όλοι ήξεραν το πάθημά του
2. και / κι ~, σε επιφωνηματική χρήση δηλώνει ανάλογα με τα συμφραζόμενα και τον τόνο της φωνής: α. (σε ερωτηματική εκφορά) έντονη αντίρρηση, αγανάκτηση, ειρωνεία κτλ.: Kι ~ σου το είπε, έπρεπε να το κάνεις; β. ως απάντηση για έντονη αδιαφορία: Kι ~;, και σαν;, και λοιπόν;
[αρχ. ἐπειδή]
- επείσακτος -η -ο [epísaktos] Ε5 : (λόγ.) που προέρχεται, που έχει εισαχθεί από αλλού· ξενόφερτος: Επείσακτες συνήθειες.
[λόγ. < αρχ. ἐπείσακτος]



