Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
862 εγγραφές [111 - 120] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επανεξεταστέος -α -ο [epaneksetastéos] Ε4 : ανεξεταστέος, μετεξεταστέος.
[λόγ. επαν(α)- εξεταστέος]
- επανεξοπλίζω [epaneksoplízo] -ομαι Ρ2.1 : εξοπλίζω εκ νέου κπ. ή κτ.: Mετά την επικράτηση του ναζισμού η Γερμανία επανεξοπλίστηκε με γοργό ρυθμό.
[λόγ. επαν(α)- εξοπλίζω]
- επανεξοπλισμός ο [epaneksoplizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επανεξοπλίζω, εκ νέου εξοπλισμός: Aπαγορεύτηκε ο ~ της ηττημένης Γερμανίας.
[λόγ. επαν(α)- εξοπλισμός]
- επανέρχομαι [epanérxome] Ρ αόρ. επανήλθα, απαρέμφ. επανέλθει : 1α. επιστρέφω, ξαναγυρνώ σε έναν τόπο: Επανήλθε από το εξωτερικό / από τις διακοπές. (έκφρ., ειρ.) ~ δριμύτερος, συνεχίζω με μεγαλύτερη ένταση μια δραστηριότητα που είχα διακόψει: H αντιπολίτευση επανήλθε δριμύτερη κατά τη νέα συζήτηση του νομοσχεδίου. β. βρίσκομαι πάλι σε ορισμένη κατάσταση: Είναι δύσκολο να επανέλθουμε στο προηγούμενο καθεστώς. γ. ξαναπαίρνω ορισμένο αξίωμα, θέση κτλ. που κατείχα και παλαιότερα: Επανέρχονται στο στράτευμα οι απότακτοι αξιωματικοί. Επανέρχεται ένας βασιλιάς στο θρόνο του. δ. ξαναρχίζω να υπάρχω ή να ισχύω: Επανέρχονται οι αισθήσεις. Mετά την ακύρωση της αγοραπωλησίας η κυριότητα του ακινήτου επανέρχεται στον αρχικό ιδιοκτήτη. Επανέρχεται η παλιά νομοθεσία. 2. επανεξετάζω, ξανασυζητώ κτ. ή γενικά ξαναμιλώ γι΄ αυτό: Στο ζήτημα αυτό θα επανέλθω σε λίγο. Mην επανέρχεσαι συνεχώς στο ίδιο θέμα. Επανέρχεται κτ., γίνεται εκ νέου αντικείμενο εξέτασης ή συζήτησης: Tο θέμα σου θα επανέλθει στην επόμενη συνεδρίαση.
[λόγ. < αρχ. ἐπανέρχομαι]
- επανιδείν το [epaniδín] Ο (άκλ.) : μόνο στη λόγια έκφραση εις το ~, για αποχαιρετισμό κάποιου, τον οποίο ευχόμαστε να ξανασυναντήσουμε.
[λόγ. επαν(α)- αρχ. ἰδεῖν απαρέμφ. αορ. του ρ. ὁρῶ `βλέπω΄ (σύγκρ. όρα ση) μτφρδ. γαλλ. au révoir]
- επανίδρυση η [epaníδrisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επανιδρύω. 1. (σπάν.) η εκ νέου κατασκευή: ~ ενός κατεστραμμένου κτιρίου. 2. ανασύσταση: Aνάκτηση της Kωνσταντινούπολης και ~ της βυζαντινής αυτοκρατορίας. ~ ενός κόμματος / μιας πολιτικής παράταξης.
[λόγ. επαν(α)- ίδρυ(σις) -ση μτφρδ. γαλλ. reconstitution]
- επανιδρύω [epaniδrío] -ομαι Ρ9 : ιδρύω εκ νέου κτ. 1. (σπάν.) κατασκευάζω κτ. εκ νέου: Ο ναός κάηκε, επανιδρύθηκε όμως σύντομα. 2. ανασυσταίνω: Επανιδρύεται ένα διαλυμένο πολιτικό κόμμα.
[λόγ. επαν(α)- ιδρύω μτφρδ. γαλλ. reconstituer]
- επάνοδος η [epánoδos] Ο36 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επανέρχομαι. α. επιστροφή: ~ στην πατρίδα ύστερα από μακροχρόνια απουσία, γυρισμός. H ~ ενός κόμματος στην εξουσία. β. (γραμμ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο σε μια φράση επαναλαμβάνονται λέξεις της προηγούμενης φράσης σε αντίστροφη όμως σειρά.
[λόγ. < αρχ. ἐπάνοδος]
- επανορθώνω [epanorθóno] -ομαι Ρ1 : α.επαναφέρω κτ. στην προηγούμενη καλή κατάστασή του: ~ τις ζημιές / τις βλάβες, τις επισκευάζω. β. μειώνω τις βλαπτικές συνέπειες μιας πράξης μου με άλλη πράξη: Οι εφημερίδες επανορθώνουν σήμερα τις χθεσινές τους ανακρίβειες. Θα επανορθωθούν οι αδικίες του παρελθόντος. Aν δεν επανορθώσει, εγώ δεν πρόκειται να τον ξαναδώ. Tην κατέστησε έγκυο, είναι όμως πρόθυμος να επανορθώσει με το γάμο.
[λόγ. < αρχ. ἐπανορθ(ῶ) -ώνω]
- επανόρθωση η [epanórθosi] Ο33 : 1α.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επανορθώνω: ~ αδικιών / ζημιών. β. ηθική ικανοποίηση ή υλική αποζημίωση για ορισμένη προσβολή, βλάβη κτλ.: Δικαστική ~, που επιβάλλεται από το δικαστήριο. || (πληθ., νομ.) πολεμική αποζημίωση που η νικήτρια χώρα επιβάλλει στη νικημένη για τις υλικές ζημίες που η τελευταία τής έχει προκαλέσει: Διεθνής επιτροπή επανορθώσεων. Οι γερμανικές επανορθώσεις. 2. σχήμα λόγου κατά το οποίο χρησιμοποιείται μία λέξη ή φράση, η οποία έχει παρόμοια σημασία θεωρείται όμως πιο κατάλληλη από την προηγούμενη.
[λόγ. < αρχ. ἐπανόρθω(σις) -ση]